Τι σημαίνει το ceder στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ceder στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ceder στο ισπανικά.
Η λέξη ceder στο ισπανικά σημαίνει υποχωρώ, καταρρέω, ενδίδω, εκχωρώ, παραχωρώ, υποκύπτω, αλλάζω γνώμη, υποκύπτω, παραδίδομαι, υποχωρώ, παραδίδω κτ/κπ σε κπ, υποχωρώ, υποχωρώ, ενδίδω, υποχωρώ, υποχωρώ, καταρρέω, λυγίζω, κάνω πίσω, μεταβιβάζω, παραχωρώ, μεταβιβάζω, υποτάσσομαι, υποχωρώ, εκχωρώ, μεταβιβάζω, που μειώνεται, συμβιβάζομαι, παραχωρώ, παραδίδω, υποχωρώ, απλώνω, διαλύομαι, δίνω προτεραιότητα, δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ, κάνω το χατήρι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, που δίνει προτεραιότητα, δίνω προτεραιότητα, υποκύπτω σε κτ, ενδίδω σε κτ, παραιτούμαι, αποσύρομαι, παραιτούμαι από κτ, ενδίδω σε κπ, μεταβιβάζω, υποκύπτω σε κτ, πεισμώνω, μουλαρώνω, μεταβιβάζω, συμβιβάζομαι, δίνω τον λόγο σε κπ, υποκλίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ceder
υποχωρώ, καταρρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las pilastras del puente no pudieron resistir la fuerte corriente y terminaron cediendo. Οι κολόνες της γέφυρας δεν μπόρεσαν να αντέξουν το ισχυρό ρεύμα του νερού και στο τέλος υποχώρησαν. |
ενδίδω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nancy le suplicó a su esposo que dejara de fumar y él finalmente cedió. |
εκχωρώ, παραχωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποκύπτωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cedió a la presión de los demás, y cambió de canal. Υπέκυψε στην πίεση των άλλων και άλλαξε κανάλι. |
αλλάζω γνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No sirve de nada intentar cambiar la opinión de Greg sobre política: no va a ceder. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω. |
υποκύπτω, παραδίδομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenía tantas ganas de ir que al final cedí. Ήθελε τόσο πολύ να πάει, που τελικά υπέκυψα. |
υποχωρώverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de una prolongada huelga, el gobierno finalmente cedió y aceptó las exigencias del sindicato. Στη συνέχεια μιας παρατεταμένης απεργίας, η κυβέρνηση τελικά υποχώρησε και συμφώνησε σε όλα τα αιτήματα των συνδικάτων. |
παραδίδω κτ/κπ σε κπ
España accedió a ceder el territorio a Marruecos. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las piernas del anciano cedieron de repente, y este se agarró a la barandilla para sujetarse. Τα πόδια του ηλικιωμένου λύγισαν ξαφνικά και κρατήθηκε από το κάγκελο για να ισορροπήσει. |
υποχωρώ, ενδίδω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Julie finalmente cedió y accedió a pasar el día en el zoo. Η Τζούλι τελικά λύγισε και συμφώνησε να περάσει τη μέρα στον ζωολογικό κήπο. |
υποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alguien tiene que ceder o nos quedaremos aquí toda la noche. |
υποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La puerta cede cuando te apoyas en ella. |
καταρρέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Había tanta nieve que el techo cedió. |
λυγίζωverbo intransitivo (bajo el peso) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se puede ver como cede la viga bajo la presión del edificio. |
κάνω πίσω(καθομ, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sabía que terminarías cediendo. |
μεταβιβάζω(τον τίτλο ιδιοκτησίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La anciana cedió la propiedad a sus hijas. |
παραχωρώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo de rugby cedió rápidamente su delantera. |
μεταβιβάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Thomas le cedió la propiedad a su hermano Francis. Ο Τόμας μεταβίβασε την περιουσία του στον αδερφό του τον Φράνσις. |
υποτάσσομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποχωρώ(κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando los soportes del techo cedieron, la mina de desplomó y todos quedaron atrapados dentro. Όταν υποχώρησαν τα στηρίγματα της οροφής, το ορυχείο κατέρρευσε και οι πάντες παγιδεύτηκαν μέσα. |
εκχωρώ, μεταβιβάζω(εγγράφως, με υπογραφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No será su propiedad hasta que la hayas transferido legalmente. |
που μειώνεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El dolor de la pierna de Ruth, que disminuía, era un indicio de que estaba mejorando lentamente. |
συμβιβάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Samantha siempre ha transigido en su matrimonio. Η Σαμάνθα πάντα κάνει συμβιβασμούς στον γάμο της. |
παραχωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El candidato con el tiempo concedió la elección. |
παραδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Damasco ha dado a los secuestradores de ocho trabajadores sirios hasta el martes para entregar a los secuestrados. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison estaba determinada a salirse con la suya así que Karen al final se rindió. |
απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los zapatos calzarán bien cuando se hayan amoldado a la forma del pie. Τα παπούτσια θα εφαρμόζουν καλά, μόλις ανοίξουν. |
διαλύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La silla se hundió bajo su peso. |
δίνω προτεραιότητα
Los autos siempre deberían ceder el paso cuando hay peatones. Οι οδηγοί πρέπει πάντα να δίνουν προτεραιότητα όταν υπάρχουν πεζοί τριγύρω. |
δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπlocución verbal Cuando conduzcas en Reino Unido, recuerda ceder el paso a los coches en tu derecha. |
κάνω το χατήρι(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adrian me molestó tanto para ir a la fiesta que eventualmente cedí. |
υποχωρώ, οπισθοχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El general le ordenó a sus tropas retirarse. |
που δίνει προτεραιότηταlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω προτεραιότηταlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Debes ceder el paso en la intersección para dejar pasar a los otros coches. Πρέπει να δώσεις προτεραιότητα σε αυτήν τη διασταύρωση και να αφήσεις το άλλο ρεύμα να περάσει. |
υποκύπτω σε κτ, ενδίδω σε κτ
Julia se negó a sucumbir a su enfermedad y se concentró en comer sano, hacer ejercicio y tomar su medicación. |
παραιτούμαι, αποσύρομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El presidente del comité decidió ceder el puesto debido a su mala salud. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφάσισε να αποσυρθεί (or: παραιτηθεί) λόγω προβλημάτων υγείας. |
παραιτούμαι από κτ
Larry renunció a derecho a la herencia de sus padres cuando se dio cuenta de que su hermano la necesitaba más que él. Ο Λάρι παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της περιουσίας των γονιών του, καθώς συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο. |
ενδίδω σε κπ
|
μεταβιβάζωlocución verbal (δικαίωμα, περιουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποκύπτω σε κτ
El director se doblegó a (or: se doblegó ante) la voluntad de los padres y retiró su nueva política. Ο διευθυντής υπέκυψε στην επιθυμία των γονιών και απέσυρε το καινούριο πρόγραμμα. |
πεισμώνω, μουλαρώνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre ha sido terco: toma una postura y no cede. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έτσι και μουλαρώσει δεν του αλλάζει γνώμη ο Θεός ο ίδιος. |
μεταβιβάζω(σε κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμβιβάζομαι(σε κτ, σχετικά με κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Al comprar una casa, es mejor ceder en ubicación que en seguridad. Είναι καλύτερα να κάνεις συμβιβασμούς όσον αφορά την περιοχή και όχι την ασφάλεια όταν αγοράζεις σπίτι. |
δίνω τον λόγο σε κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le cedo la palabra al estimado senador de Colorado. |
υποκλίνομαι(μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los guerreros cedieron ante la superioridad de los bandidos que los rodeaban. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ceder στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του ceder
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.