Τι σημαίνει το compromesso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης compromesso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του compromesso στο Ιταλικό.

Η λέξη compromesso στο Ιταλικό σημαίνει συμβιβασμός, συμβιβασμός, συμβιβασμός, που έχει καθυστερήσει, με προβλήματα, αντιστάθμιση, προβληματικός, διακινδυνεύω, διακυβεύω, διακυβεύω το όνομα κάποιου, διακυβεύω την υπόληψη κάποιου, βλάπτω, βλάπτω, βλάπτω, εμποδίζω, απειλώ, σαμποτάρω, υπονομεύω, εμποδίζω, επηρεάζω αρνητικά την έκβαση, προκαλώ βλάβη σε κτ, συμβιβάζομαι, συμβιβάζομαι, ανεπηρέαστος, βρίσκω τη χρυσή τομή, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, ξεκαθαρίζω, έχω χαλάσει λόγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης compromesso

συμβιβασμός

sostantivo maschile (accordo, patto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I rivali accettarono un compromesso e smisero di combattere.
Οι αντίπαλοι συμφώνησαν σε έναν συμβιβασμό και σταμάτησαν τις εχθροπραξίες.

συμβιβασμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lui vuole visitare una città mentre io voglio andare in vacanza al mare, dovremo trovare un compromesso.
Θέλει διακοπές στην πόλη ενώ εγώ θέλω διακοπές στην θάλασσα, έτσι θα πρέπει να κάνουμε κάποιον συμβιβασμό.

συμβιβασμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Abbiamo proposto un compromesso che fosse accettabile per ambo le parti.
Κάναμε μια πρόταση για συμβιβασμό, με την οποία θα μπορούσαν να συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές.

που έχει καθυστερήσει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'avanzamento dell'accordo finanziario è stato compromesso da problemi burocratici in entrambi i paesi.
Η πρόοδος στην εμπορική συμφωνία έχει παρακωλυθεί λόγω θεμάτων γραφειοκρατίας και στις δυο χώρες.

με προβλήματα

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'operaio ha ricevuto un risarcimento dopo essere stato danneggiato fisicamente a causa di un incidente sul lavoro.
Ο εργάτης πήρε εργατική αποζημίωση καθώς είχε υποστεί σωματική βλάβη από έναν τραυματισμό στη δουλειά.

αντιστάθμιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nello scambio, il sindacato accettò riduzioni salariali in cambio di un aumento degli straordinari.

προβληματικός

aggettivo (η μηχανή ή η λειτουργία της)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il funzionamento del motore era compromesso da una una guarnizione guasta.
Η λειτουργία της μηχανής ήταν προβληματική λόγω ενός χαλασμένου παρεμβύσματος.

διακινδυνεύω, διακυβεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pilotare un aereo che non è stato ispezionato a dovere compromette la sicurezza di tutti gli occupanti.
Η πτήση ενός αεροπλάνου που δεν έχει σωστά ελεγχθεί θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια όλων των επιβαινόντων.

διακυβεύω το όνομα κάποιου, διακυβεύω την υπόληψη κάποιου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La figura del leader è stata compromessa dal suo legame con un noto truffatore.

βλάπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I commenti di Bob sulla disoccupazione ha compromesso la sua possibile rielezione.
Τα σχόλια του Μπομπ για την ανεργία έχουν μειώσει τις πιθανότητές του να επανεκλεγεί.

βλάπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scandalo ha compromesso le possibilità di rielezione del politico.

βλάπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le notizie sulla corruzione del suo assistente hanno danneggiato la sua reputazione.
Τα νέα της δωροδοκίας του βοηθού του έβλαψαν (or: έκαναν κακό, κατέστρεψαν) τη φήμη του.

εμποδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un uso impoverito del linguaggio vanifica il raggiungimento degli scopi della comunicazione.

απειλώ

(intimorire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha minacciato con un coltello.
Με απείλησε με μαχαίρι.

σαμποτάρω, υπονομεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore non sabotare i miei piani come hai fatto l'ultima volta!
Σε παρακαλώ μην υπονομεύεις τα σχέδιά μου όπως έκανες την προηγούμενη φορά!

εμποδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: rendere inefficace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'eccesso di ordinanze sta minando lo sviluppo del quartiere.

επηρεάζω αρνητικά την έκβαση

verbo transitivo o transitivo pronominale (της υπόθεσης για κπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si pensa che la copertura mediatica abbia compromesso le indagini su di lui.
Η δημοσιογραφική κάλυψη φαίνεται να έχει επηρεάσει αρνητικά την υπόθεση εναντίον του.

προκαλώ βλάβη σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La forte luce del Sole riduceva la vista di Frank.
Το λαμπερό φως του ηλίου προκάλεσε βλάβη στην όραση του Φρανκ.

συμβιβάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo una serie di discussioni e negoziazioni, le due aziende giunsero finalmente a un compromesso.
Μετά από πολλές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, οι δυο εταιρείες τελικά συμβιβάστηκαν.

συμβιβάζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κτ, σχετικά με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È meglio fare un compromesso al ribasso sulla posizione piuttosto che sulla sicurezza quando si compra una casa.
Είναι καλύτερα να κάνεις συμβιβασμούς όσον αφορά την περιοχή και όχι την ασφάλεια όταν αγοράζεις σπίτι.

ανεπηρέαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ferrovie della città non sono state interessate dallo sciopero.

βρίσκω τη χρυσή τομή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi trovare un buon compromesso fra i videogiochi e i compiti per casa.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È difficile che le persone raggiungano un compromesso quando gli obiettivi di ciascuno sono molto diversi.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cos'è più importante, la produttività o la qualità? Si tratta di trovare un compromesso.

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il senatore ha cercato di mediare tra le due versioni del disegno di legge.

ξεκαθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io ed Ella abbiamo finalmente discusso i dettagli del nostro business plan.

έχω χαλάσει λόγω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I miei ricordi del matrimonio sono inquinati dal litigio scoppiato durante il ricevimento.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του compromesso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.