Τι σημαίνει το comprendere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comprendere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comprendere στο Ιταλικό.

Η λέξη comprendere στο Ιταλικό σημαίνει περιλαμβάνω, κάνω παρέα, καταλαβαίνω, συμπεριλαμβάνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω,πιάνω το νόημα, απαρτίζομαι, αποτελούμαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, που περιλαμβάνει κτ/κπ, περιλαμβάνω, εμπεριέχω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εμβαθύνω σε κτ, παρουσιάζομαι, περιλαμβάνω, καταλαβαίνω, συμπάσχω, αποτελούμαι από κτ, συνίσταμαι από κτ, συγκροτούμαι από κτ, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, υπάγω, εντάσσω, το πιάνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, ξέρω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, βγάζω άκρη με κτ, καλύπτω, περιλαμβάνω, καλύπτω, καταλαβαίνω, λυπάμαι, συμπονώ, λύνω, επιλύω, κατανοώ και τις δύο πλευρές, ξέρω κτ πολύ καλά, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω, ανέκφραστα, καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι, συμμερίζομαι, συναισθάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, συνειδητοποιώ ότι/πως, αντιλαμβάνομαι ότι/πως, καταλαβαίνω ότι/πως, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, συμπεραίνω ότι/πώς, χωρίς, δείχνω, παρουσιάζω, χάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comprendere

περιλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il servizio da tè comprende anche i cucchiaini?
Το σετ με τα ασημικά περιλαμβάνει και κουταλάκια του γλυκού;

κάνω παρέα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando i bambini giocano insieme, non includono mai la sorella.
Όταν βρίσκονται μαζί τα αγόρια, δεν παίζουν ποτέ την αδερφή τους.

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Capisci quello che sto dicendo?
Αντιλαμβάνεσαι τι λέω;

συμπεριλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (valere per)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo prezzo include anche il parcheggio?
Αυτή η τιμή συμπεριλαμβάνει και το πάρκινγκ;

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non capisce l'algebra.
Δεν καταλαβαίνει την Άλγεβρα.

καταλαβαίνω, κατανοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riesce a capire le istruzioni.
Δεν μπορεί να καταλάβει τις οδηγίες.

καταλαβαίνω, κατανοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anche se non sono d'accordo con lui, comprendo il suo punto di vista.

καταλαβαίνω,πιάνω το νόημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Solo dopo aver letto tutto il libro ho compreso quello che l'autore intendeva dire.

απαρτίζομαι, αποτελούμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quella famiglia comprende un marito, una moglie e un bambino.
Η οικογένεια αυτή απαρτίζεται (or: αποτελείται) από έναν άνδρα, μια γυναίκα και ένα παιδί.

καταλαβαίνω, κατανοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli studenti non riuscivano a capire il lungo e complesso paragrafo.
Οι μαθητές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη μεγάλη, πολύπλοκη παράγραφο.

καταλαβαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla fine ha capito perché non gli partiva la macchina.
Στο τέλος, κατάλαβε γιατί δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι του.

που περιλαμβάνει κτ/κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il prezzo del menù comprende le bevande.
Η τιμή του γεύματος περιλαμβάνει τα ποτά.

περιλαμβάνω, εμπεριέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il saggio non include una soluzione al problema.
Η έκθεση δεν περιλαμβάνει (or: εμπεριέχει) κάποια λύση στο πρόβλημα.

κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(figurato: capire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald non riusciva ad afferrare il concetto complicato che l'insegnante cercava di spiegargli.
Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του.

εμβαθύνω σε κτ

(επίσημο)

παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In quel film c'è Johnny Depp che fa il vampiro.
Η ταινία παρουσιάζει τον Τζόνι Ντεπ ως βρυκόλακα.

περιλαμβάνω

(figurato: includere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La matematica abbraccia l'aritmetica, l'algebra e la geometria.
Τα μαθηματικά περιλαμβάνουν την αριθμητική, την άλγεβρα και τη γεωμετρία.

καταλαβαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un problema)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Problemi coi tuoi figli adolescenti? Ti capisco bene!
Έχεις προβλήματα με τα έφηβα παιδιά σου; Σε νιώθω.

συμπάσχω

verbo intransitivo (condividere sentimento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ti capisco quando parli delle difficoltà che incontri da disoccupato.
Όταν μιλάς για τις δυσκολίες της ανεργίας, σε καταλαβαίνω (or: νιώθω).

αποτελούμαι από κτ, συνίσταμαι από κτ, συγκροτούμαι από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'area metropolitana comprende il centro e diversi sobborghi.
Η μετροπολιτική περιοχή αποτελείται από το κέντρο και αρκετά προάστια.

καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mindy non riusciva a capire perché sua sorella avesse abbandonato la scuola.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι ο αδερφός μου χώρισε τη γυναίκα του. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος!

υπάγω, εντάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε ευρύτερη κατηγορία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sociolinguistica e la fonologia possono essere racchiuse nella categoria della linguistica.

το πιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha raccontato una barzelletta ma io non l'ho capita.
Είπε ένα ανέκδοτο, αλλά δεν το έπιασα.

κατανοώ, αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci sono così tante cose sullo spazio che ancora non comprendiamo.

ξέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spero che Lei possa riconoscere il mio punto di vista.
Ελπίζω να μπορείς να καταλάβεις την άποψή μου.

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy non capiva i loro modi e aveva dei problemi ad inserirsi.
Η Γουέντι δεν μπορούσε να καταλάβει τις απόψεις τους και δυσκολευόταν να ταιριάξει μαζί τους.

συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω

(πως, πόσο, τι, ποιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non capisce quanto ciò sia importante per me.
Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα.

βγάζω άκρη με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλύπτω, περιλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il costo di questo biglietto copre anche le tasse governative?
Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές;

καλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Coprono tutte le spese venti dollari?
Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα;

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Capisci quello che ti sto dicendo?
Πιάνεις τι λέω;

λυπάμαι, συμπονώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (avere indulgenza)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sia che tu scelga di compatire o di condannare, valuta le conseguenze.

λύνω, επιλύω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατανοώ και τις δύο πλευρές

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anche se comprendi entrambi i punti di vista dovrai comunque prendere una decisione.

ξέρω κτ πολύ καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha preso il massimo nel suo compito di spagnolo perché sapeva a menadito le coniugazioni.

περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το σχέδιο αναδιάρθρωσης συμπεριλαμβάνει όλους τους υπαλλήλους.

διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spero che capirà presto il suo errore.
Ελπίζω να συνειδητοποιήσει (or: καταλάβει) το σφάλμα του σύντομα.

ανέκφραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Joe mi guardava con perplessità, come se non avesse capito.

καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Capisco chiunque abbia sperimentato la morte del coniuge.

συμμερίζομαι, συναισθάνομαι

(κάτι όχι κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È un'insegnante straordinaria che comprende molto bene i suoi studenti.

καταλαβαίνω, κατανοώ

(τι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È che non riesco a comprendere cosa te lo ha fatto fare.
Απλά δεν μπορώ να καταλάβω τι σε έκανε να το κάνεις.

συνειδητοποιώ ότι/πως, αντιλαμβάνομαι ότι/πως, καταλαβαίνω ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Συνειδητοποίησες ότι η σχολική χρονιά ξεκινά την επόμενη Δευτέρα;

καταλαβαίνω, κατανοώ

(πώς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Είναι αδύνατον να αντιληφθείς πώς λειτουργεί μια τόσο πολύπλοκη μηχανή.

καταλαβαίνω, κατανοώ

(γιατί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua famiglia non riusciva a comprendere perché avesse improvvisamente abbandonato la scuola.
Η οικογένειά του δεν καταλάβαινε γιατί σταμάτησε ξαφνικά το σχολείο.

συμπεραίνω ότι/πώς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questo prezzo non comprende le imposte.
Αυτή η τιμή δεν περιλαμβάνει τους φόρους.

δείχνω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το νέο μοντέλο του υπολογιστή διαθέτει μεγαλύτερη μνήμη και πιο γρήγορο επεξεργαστή.

χάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom non ha capito per niente il punto della questione.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comprendere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.