Τι σημαίνει το compagna στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης compagna στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του compagna στο Ιταλικό.

Η λέξη compagna στο Ιταλικό σημαίνει σύντροφος, συντρόφισσα, σύντροφος, συντρόφισσα, σύντροφος, συντρόφισσα, ταίρι, το έτερον ήμισυ, συνάνθρωπος, σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης, σύντροφος, συμπαίκτης, συμπαίκτρια, σύντροφος, σύντροφος, ταίρι, ζευγάρι, ζευγάρι, φίλος, φίλη, βοηθός, φίλος, συμμαθητής, ντε φάκτο σύζυγος, σύντροφος, σύντροφος, φίλος, φίλη, όμοιος, φιλαράκι, φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας, το έτερον ήμισυ, σύντροφος, παλιόφιλος, φίλος, φίλη, εραστής, ερωμένη, κόκκινος, αριστερός, φίλος, φίλη, συνεργάτης, συνεργάτιδα, συνάδελφος, συνάδερφος, συνάδελφος, συνεργάτης, συμπαίκτης, συμπαίκτρια, παιδικός φίλος, φίλος, συμμαθητής, συμμαθητής, ναύτης στο ίδιο πλοίο, συγκρατούμενος, συγκρατούμενη, αυτός με τον οποίο τρώω μαζί, σύντροφος στο παιχνίδι, συμμαθητής, σύντροφος, παρτνέρ, συνεπιβάτης, συνεπιβάτιδα, συγκρατούμενος, συγκρατούμενη, μέλος αδελφότητας, παλιόφιλος, φιλαράκος, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα, επί ίσοις όροις, συμμαθητής, συγκάτοικος, συμμαθητής, συμμαθήτρια, συνεργάτης, συνεργάτιδα, σύμμαχος, αυτός με τον οποίο μοιράζομαι το κρεβάτι μου, βγαίνω από τη γραμμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης compagna

σύντροφος, συντρόφισσα

sostantivo maschile (comunismo)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I nostri compagni si impegnano per i diritti dei lavoratori.
Οι σύντροφοι είναι αφοσιωμένοι στα δικαιώματα των εργαζομένων.

σύντροφος, συντρόφισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

σύντροφος, συντρόφισσα

(σπάνιο, παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ehi amici! Andiamo a mangiare da qualche parte!

ταίρι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pinguino femmina ha riconosciuto il suo compagno dopo un anno che non lo vedeva.
Ο πιγκουίνος αναγνωρίσε το ταίρι του σχεδόν ένα χρόνο από όταν το είδε τελευταία φορά.

το έτερον ήμισυ

sostantivo maschile (partner o consorte) (καθαρεύουσα, καθομ, μτφ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Devo chiedere al mio compagno se siamo liberi in quel fine settimana.

συνάνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σύντροφος με σύμφωνο συμβίωσης

(di unione civile)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

σύντροφος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
L'anziano trovò una nuova compagna dopo la morte della moglie.
Ο ηλικιωμένος βρήκε μια σύντροφο μετά τον θάνατο της συζύγου του.

συμπαίκτης, συμπαίκτρια

sostantivo maschile (sport)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Jane e Dave hanno giocato a tennis con John e la sua compagna Mary. Quella sera il compagno di bridge di Ray era un francese.

σύντροφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Seth ha lasciato il suo lavoro per trascorrere più tempo con i suoi figli e la sua compagna.

σύντροφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il compagno della regina fungeva da confidente e amico.

ταίρι, ζευγάρι

(di paio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζευγάρι

sostantivo maschile (parte di un paio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I due sono amici dai tempi in cui andavano a scuola insieme.
Οι δυο άνδρες είναι φίλοι από τότε που ήταν μαζί στο σχολείο.

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

φίλος

sostantivo maschile (informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συμμαθητής

sostantivo maschile (di scuola)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ha cambiato scuola perché non andava d'accordo con i suoi compagni.

ντε φάκτο σύζυγος

sostantivo maschile (unione di fatto: uomo)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σύντροφος

sostantivo maschile (coppia)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Può essere difficile dormire se il tuo compagno russa.
Όταν ο σύντροφός σου ροχαλίζει, είναι δύσκολο να κοιμηθείς.

σύντροφος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

φίλος, φίλη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Non si dovrebbero criticare gli amici della nostra nazione in periodi di crisi.

όμοιος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I suoi colleghi lo hanno eletto migliore attore.
Οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν ως τον καλύτερο ηθοποιό.

φιλαράκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Adrian si incontra con i suoi amici al pub.
Ο Άντριαν θα δει τα φιλαράκια του στην παμπ.

φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας

sostantivo maschile (appellativo) (αργκό,ειρωνικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È un piacere vederti, amico!

το έτερον ήμισυ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύντροφος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

παλιόφιλος

sostantivo maschile (informale) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ciao vecchio amico. Non ci vediamo da tempo.

φίλος, φίλη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Bill e Joe sono compagni d'avventure fin dalle scuole superiori.
Ο Μπιλ και ο Τζο είναι κολλητοί από το γυμνάσιο.

εραστής, ερωμένη

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο εραστής της δεν ήθελε να παντρευτεί.

κόκκινος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Trotsky era un comunista.

αριστερός

sostantivo maschile (politica: di sinistra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il politico era considerato un rosso a causa delle sue simpatie comuniste.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ah, lui è Sam. È un mio amico.

συνεργάτης, συνεργάτιδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Lavorate con un partner per creare un gioco di ruolo basato sullo scenario che vi è stato dato.

συνάδελφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Di solito, Frank va d'accordo con i suoi colleghi alla fabbrica.

συνάδερφος, συνάδελφος, συνεργάτης

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il collega di lavoro di Laura se ne è andato la settimana scorsa.

συμπαίκτης, συμπαίκτρια

sostantivo maschile (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Dopo che Jana ha segnato il gol della vittoria, le sue compagne di squadra le hanno fatto fare un giro del campo.
Μόλις έβαλε το νικητήριο γκολ, οι συμπαίκτριες της Τζάνα την σήκωσαν στα χέρια και έκαναν τον γύρο του γηπέδου.

παιδικός φίλος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Audrey si godette un po' di relax mentre il fratellino era a casa dei suoi compagni di giochi. Cindy e Betty erano compagne di giochi d'infanzia.

φίλος

sostantivo maschile (peggiorativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Frank e i suoi amichetti hanno il monopolio sulle forniture per l'ufficio.

συμμαθητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Joey è un compagno di classe di Harry.

συμμαθητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Martha era una delle mie compagne di scuola.

ναύτης στο ίδιο πλοίο

sostantivo maschile (nave)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συγκρατούμενος, συγκρατούμενη

sostantivo maschile (prigione)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αυτός με τον οποίο τρώω μαζί

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σύντροφος στο παιχνίδι

sostantivo maschile (για παιδιά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συμμαθητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύντροφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel mio amico è stato anche mio compagno d'armi.

παρτνέρ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συνεπιβάτης, συνεπιβάτιδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συγκρατούμενος, συγκρατούμενη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I detenuti non seppero mai che il loro compagno di prigione era in realtà un ispettore di polizia sotto copertura.

μέλος αδελφότητας

sostantivo maschile (college americano) (φοιτητική κοινότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παλιόφιλος, φιλαράκος

sostantivo maschile (informale) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il mio cane è stato per me come un vecchio amico.

συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

συνταξιδιώτης, συνταξιδιώτισσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

επί ίσοις όροις

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμμαθητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συγκάτοικος

sostantivo maschile (κοινό δωμάτιο)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Susan non può permettersi una stanza singola nell'alloggio dell'università, ma va d'accordo con la sua compagna di stanza quindi non le dispiace condividerla.
Η Σούζαν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει δικό της δωμάτιο στην εστία του πανεπιστημίου, αλλά τα πηγαίνει καλά με τη συγκάτοικό της και γι' αυτό δεν την πειράζει να μοιράζεται μαζί της το δωμάτιο.

συμμαθητής, συμμαθήτρια

sostantivo maschile (σχολείο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I due sono stati compagni di classe al college.
Οι δύο άντρες ήταν συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο.

συνεργάτης, συνεργάτιδα

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

σύμμαχος

sostantivo maschile (figurato: alleato)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αυτός με τον οποίο μοιράζομαι το κρεβάτι μου

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγαίνω από τη γραμμή

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (danze di gruppo: movimento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I danzatori si staccarono dal gruppo e si spostarono in fondo alla fila.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του compagna στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.