Τι σημαίνει το cioccolato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cioccolato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cioccolato στο Ιταλικό.
Η λέξη cioccolato στο Ιταλικό σημαίνει σοκολάτα, σοκολάτα, σοκολατί, σοκολατί, λάτρης της σοκολάτας, σοκολατένιος, σοκολατούχο γάλα, σοκολάτα, κέικ σοκολάτα, μπισκότο με κομματάκια σοκολάτας, μαύρη σοκολάτα, σοκολάτα, σοκολάτα, σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάτα, σοκολάτα γάλακτος, μπισκότο σοκολάτα, ρολό σοκολάτας, σοκολατένιο αυγό, σάλτσα σοκολάτας, σως σοκολάτας, ξύσμα σοκολάτας, σιρόπι σοκολάτας, σιρόπι σοκολάτα, μικρό κομμάτι σοκολάτας, κομματάκι, σοκολατάκια, παγωτό με κομματάκια σοκολάτας, σοκολατένιος, είδος παγωτού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cioccolato
σοκολάτα(cibi al cioccolato) (τροφή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mangia molta cioccolata. Τρώει πολλή σοκολάτα. |
σοκολάταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σοκολατίlocuzione aggettivale (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il tavolo era fatto di un legno color cioccolato fondente. Το τραπεζάκι είχε ένα σκούρο σοκολατένιο χρώμα. |
σοκολατίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi piace molto questo vestito, ma credo che starebbe meglio color cioccolato o marrone. Λατρεύω αυτό το φόρεμα, αλλά πιστεύω πως θα ήταν καλύτερο σε σοκολατί ή βυσσινί. |
λάτρης της σοκολάταςsostantivo maschile (informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σοκολατένιοςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σοκολατούχο γάλαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli scolari a pranzo bevono più latte al cioccolato che latte semplice. |
σοκολάτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando inizio una tavoletta di cioccolato non ho pace finché non la finisco. |
κέικ σοκολάτα(dolce rotondo) (π.χ. για τον καφέ) La "torta del diavolo" è un tipo di torta al cioccolato. |
μπισκότο με κομματάκια σοκολάταςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le piace moltissimo mangiare dei biscotti con gocce di cioccolato insieme al suo tè. |
μαύρη σοκολάταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σοκολάταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σοκολάταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una barretta di cioccolato non è una merenda sana. Di solito le barrette di cioccolato si comprano ai distributori automatici. Η σοκολάτα δεν είναι υγιεινό σνακ. Συνήθως, μπορείς να αγοράσεις σοκολάτες από κάποιον αυτόματο πωλητή. |
σοκολάτα υγείας, μαύρη σοκολάταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ultimamente il cioccolato fondente è diventato molto popolare. |
σοκολάτα γάλακτοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un pacchetto di patatine fritte e una barretta di cioccolato al latte non costituiscono un pranzo salutare. |
μπισκότο σοκολάταsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ρολό σοκολάταςsostantivo maschile (για διακόσμηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La fetta di cheesecake era decorata con un ricciolo di cioccolato sopra. |
σοκολατένιο αυγόsostantivo maschile Il cestino era pieno di uova colorate, uova di cioccolato, caramelle gommose e erba sintetica. |
σάλτσα σοκολάτας, σως σοκολάταςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il gelato alla vaniglia affogato nel cioccolato fondente liquido è una forte tentazione per un dessert dopo cena. |
ξύσμα σοκολάταςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cioccolato grattugiato è usato come decorazione sul budino. |
σιρόπι σοκολάτας, σιρόπι σοκολάταsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Vorrei un po' di sciroppo di cioccolato e delle nocciole sul mio gelato. |
μικρό κομμάτι σοκολάτας, κομματάκιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non dimenticate di spargere qualche scaglia di cioccolato sui vostri biscotti. Μην ξεχάσεις να ρίξεις μερικά μικρά κομμάτια σοκολάτας πάνω στα μπισκότα σου. |
σοκολατάκιαsostantivo plurale femminile (σχήμα σταγόνας) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
παγωτό με κομματάκια σοκολάταςsostantivo plurale femminile (gusto: gelato, ecc.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Che gusto di gelato vuoi: stracciatella al lampone o con scaglie di cioccolato? |
σοκολατένιοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είδος παγωτούsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cioccolato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cioccolato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.