Τι σημαίνει το certamente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης certamente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του certamente στο Ιταλικό.
Η λέξη certamente στο Ιταλικό σημαίνει ομολογουμένως, όπως επιθυμείς, όπως θέλεις, οπωσδήποτε, σίγουρα, βέβαια, φυσικά, κατηγορηματικά, εννοείται, σίγουρα, εννοείται!, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, εννοείται!, φυσικά, βεβαίως, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια, αναμφίβολα, βέβαια, σαφώς, οπωσδήποτε, σίγουρα, σίγουρα, οπωσδήποτε, εννοείται, φυσικά, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, σίγουρα, οπωσδήποτε, βέβαια, φυσικά, βέβαια, ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά, όντως, πράγματι, πραγματικά, πεπεισμένος ότι/πως, σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρα, σιγουράκι, αρκετά σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, συγκεκριμένος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, σίγουρη επιτυχία, πέραν αμφιβολίας, σίγουρος, μάλιστα, εντάξει, σίγουρος, εγγυημένος, τέτοιος, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, σίγουρος, δεδομένο, κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί, ασφαλώς, βεβαίως, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης certamente
ομολογουμένωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) John ha certamente fatto male il compito ma l'insegnante non aveva il diritto di rimproverarlo di fronte a tutta la classe come ha fatto. Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη. |
όπως επιθυμείς, όπως θέλειςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
οπωσδήποτεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σίγουρα, βέβαια, φυσικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατηγορηματικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'affermazione è certamente vera. |
εννοείταιinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Vuoi andare a vedere un film?" "Certo!" |
σίγουραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non mi hai visto, ma di sicuro ero lì. Δεν με είδες, αλλά εγώ ήμουν εκεί, εντάξει; |
εννοείται!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Certamente! Mi piacerebbe una serata di karaoke. Εννοείται! Θα χαρώ πολύ να έρθω για μια βραδιά καραόκε! |
βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) «Μπορώ να δανειστώ μια στιγμή το στυλό σου;» «Βεβαίως!» |
εννοείται!interiezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quando ho chiesto a Tim se voleva andare sulle montagne russe, mi ha risposto: "Certo!" Όταν ρώτησα τον Τιμ αν ήθελε να ανέβει στο τρενάκι στο λούνα παρκ, μου απάντησε, "Εννοείται!" |
φυσικά, βεβαίωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Certo che puoi uscire per cena! Φυσικά και μπορείς να βγεις για δείπνο! |
σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτεinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ti aiuto a traslocare? Ma certo! Αν θα σε βοηθήσω να μετακομίσεις; Σίγουρα! |
βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Proverò di sicuro ad aiutare. Fa sicuramente caldo fuori. Και βέβαια θα προσπαθήσω να βοηθήσω. Έχει σίγουρα ζέστη έξω. |
αναμφίβολα, βέβαια, σαφώς, οπωσδήποτε, σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo studente apprezza sicuramente l'elargizione di una borsa di studio. Le sue qualifiche elevate l'hanno senz'altro aiutato. Ο φοιτητής αναμφίβολα εκτιμά τα χρήματα της υποτροφίας. Οπωσδήποτε τον έχουν βοηθήσει τα προσόντα του. |
σίγουρα, οπωσδήποτεavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Polly sarà sicuramente qui presto, ha chiamato un'ora fa per dire che stava arrivando. Η Πόλι σίγουρα θα φτάσει σύντομα· πήρε τηλέφωνο να πει ότι είναι καθ'οδόν πριν από μια ώρα. |
εννοείταιavverbio (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Amo mio marito? Senza alcun dubbio! (or: Certamente sì!) |
φυσικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chiaramente devo sapere dove andrete. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φυσικά και θα πρέπει να ξέρω που πηγαίνεις. |
αναμφίβολα, αναμφισβήτητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Preston è senza ombra di dubbio la persona migliore per questo lavoro. |
σίγουρα, οπωσδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Promettetemi che sarete sicuramente di ritorno a casa entro mezzanotte. |
βέβαιαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
φυσικά, βέβαιαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Kate voleva ovviamente fare bene il suo lavoro. |
ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Certo, puoi andare. Ασφαλώς, μπορείς να πηγαίνεις. |
όντως, πράγματι, πραγματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sì, infatti penso di cenare fuori stasera. Ναι, όντως, σκοπεύω να φάω έξω απόψε. |
πεπεισμένος ότι/πως
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'anziana signora è convinta che i membri della sua famiglia le stiano rubando i soldi. Η ηλικιωμένη κυρία είναι πεπεισμένη ότι μέλη της οικογένειάς της της κλέβουν χρήματα. |
σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς(senza dubbio) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il fiore è sicuramente meraviglioso, ma non ha un buon odore. |
βέβαιος, σίγουροςaggettivo (αναμφισβήτητος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È certo che merita di essere promosso. Είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι του αξίζει να πάρει προαγωγή. |
σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!" |
σιγουράκι(αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È certo che Bob vincerà la corsa. |
αρκετά σίγουροςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La polizia era certa che chiunque avesse ucciso Brown aveva anche assassinato Wilkins. |
σίγουρος, βέβαιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono sicuro di aver visto qualcuno passare in giardino. Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο. |
βέβαιος, σίγουροςaggettivo (αναπόφευκτος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono così innamorati; è certo che si sposeranno. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι θα παντρευτούν. |
σίγουρος, βέβαιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La polizia ha confermato per certo l'avvistamento del disperso. |
συγκεκριμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Si può dividere facilmente la tabella in un dato numero di colonne. Μπορείς εύκολα να χωρίσεις τον πίνακα σε ένα συγκεκριμένο αριθμό στηλών. |
αναμφίβολος, αναμφισβήτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se la squadra continua a giocare così bene, è indubbio che vincerà il torneo. |
σίγουρη επιτυχία(informale, figurato) |
πέραν αμφιβολίαςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σίγουροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Oggi è il 12." "Sei sicuro?". «Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;» |
μάλιστα, εντάξειinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
σίγουροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sì, sono sicuro che domani pioverà. Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο. |
εγγυημένοςaggettivo (σίγουρος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Se segui questa regola, il successo è assicurato! |
τέτοιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La gente così mi dà fastidio. Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνονται πολύ ενοχλητικοί. |
βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πωςaggettivo (sicuro di sé) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janine è sicura di vincere. Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει. |
σίγουροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom era sicuro di voler lasciare il lavoro e cercare una professione diversa. O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα. |
δεδομένο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un dato di fatto che sarà in ritardo per il matrimonio. Είναι δεδομένο ότι θα αργήσει για τον γάμο. |
κάποιοι, ορισμένοι, μερικοίaggettivo (μόνο πληθυντικός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Alcuni bambini si sono sentiti male dopo aver mangiato la pizza. Κάποια παιδιά αρρώστησαν αφού έφαγαν την πίτσα. |
ασφαλώς, βεβαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σίγουρα, βεβαίως, βέβαιαinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quest'operazione allevierà il tuo dolore all'addome, puoi starne certo! |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του certamente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του certamente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.