Τι σημαίνει το cavolo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cavolo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cavolo στο Ιταλικό.

Η λέξη cavolo στο Ιταλικό σημαίνει λάχανο, λάχανο, κράμβη, λαχανίδα, λαχανίδες, να πάρει, ρημάδι, -, ρε παιδί μου, βρε παιδί μου, να πάρει, που να πάρει, διάολε!, γαμώτο!, μα τον Θεό, φίλε, ουφ, πω πω, φτου, διάολε, να πάρει, έλεος, διάβολε, διάολε, να πάρει, αναθεματισμένος, καταραμένος, αναθεματισμένος, κερατένιος, γαμώτο!, γαμώτο μου!, φτου!, Τι στα κομμάτια;, ωχ, ω, αχ, α, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, Πω, ρε φίλε!, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, Πού στο καλό...;, λαχανοσαλάτα, λαχανίδα, γογγυλοκράμβη, κινέζικο λάχανο, λαχανοσαλάτα, λαχανοντολμάς, κόκκινο λάχανο, κινέζικο λάχανο, διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, καθόλου, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, να με πάρει και να με σηκώσει, γιατί στο καλό, φτου, γαμώτο!, βλακείες!, σκατά, Όχι βέβαια!, γουλί, απαυτός, αποτέτοιος, τι στο καλό, αναθεματισμένος, καταραμένος, τι στο καλό, Στο διάολο!, Στο διάβολο!, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, αναθεματισμένος, καταραμένος, Να πάρει!, Φτου!, -, αμάν!, Να πάρει!, αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!, Φτου!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cavolo

λάχανο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rita ha preparato maiale e cavolo per cena.
Η Ρίτα σέρβιρε χοιρινό με λάχανο για βραδινό.

λάχανο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cavolo è un'ottima pianta da clima freddo. Mio nonno coltiva cavoli nella sua porzione di terreno.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν ξέρω αν μπορείς να φυτέψεις λάχανα το καλοκαίρι.

κράμβη, λαχανίδα

sostantivo maschile (tipo di verdura) (βρώσιμο χόρτο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λαχανίδες

sostantivo maschile (tipo di verdura)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I cavoli cotti sembrano spinaci ma hanno un sapore completamente diverso.

να πάρει

(colloquiale)

ρημάδι

(colloquiale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cacchio, aspetta un momento: tu mi devi venti sterline!
Για κάτσε ένα λεπτό που να πάρει! Μου χρωστάς 20 λίρες!

-

(colloquiale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Fred non fa mai quel cavolo che gli si dice.
Ο Φρεντ δεν ακολουθεί ποτέ τις ρημάδες τις οδηγίες.

ρε παιδί μου, βρε παιδί μου

Ρε πούστη μου, τι ζέστη είναι αυτή σήμερα!

να πάρει, που να πάρει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oh, cavolo! Ho lasciato le mie chiavi sul tavolo della cucina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Να πάρει! Έχασα τα κλειδιά μου.

διάολε!, γαμώτο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Diavolo, non ho nemmeno avuto il tempo di preparare.
Γαμώτο! Δεν είχα χρόνο να προετοιμαστώ.

μα τον Θεό

(imprecazione)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Chi diavolo te l'ha detto?

φίλε

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh mamma mia! Guarda cosa ho appena scoperto.
Όχι ρε φίλε! Κοίτα τι βρήκα.

ουφ, πω πω

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Accidenti! È stata dura arrampicarsi su quelle scale!
Ουφ! Ήταν δύσκολο το ανέβασμα της σκάλας.

φτου

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Accidenti! Ho dimenticato il suo compleanno!
Φτου, να πάρει! Ξέχασα τα γενέθλιά του!

διάολε, να πάρει

(informale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Maledizione! Ti dai una mossa?

έλεος

(figurato, colloquiale)

διάβολε, διάολε, να πάρει

(καθομ)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αναθεματισμένος, καταραμένος

(colloquiale)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Quel cacchio di coniglio ha mangiato di nuovo la mia lattuga.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Γιατί κάθεσαι ακόμα σ' αυτή τη σκατοδουλειά;

αναθεματισμένος, κερατένιος

(intensificatore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fa' uscire di qui quel cavolo di cane: mi sta buttando giù tutti gli oggetti.

γαμώτο!, γαμώτο μου!

interiezione (colloquiale) (καθομ, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
E piantala di interrompermi, cacchio!
Σταμάτα να με διακόπτεις, γαμώτο!

φτου!

interiezione (colloquiale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cacchio! Non credo che stia tutto in valigia.

Τι στα κομμάτια;

interiezione (colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che diavolo significava?

ωχ, ω, αχ, α

interiezione (figurato, informale) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

interiezione (colloquiale) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il capo sta accumulando tutti gli altri mobili del suo ufficio sulla scrivania...che diavolo significa?

δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το

(colloquiale: assolutamente no)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Dovrei lavare i piatti anche stasera? Scordatelo!

Πω, ρε φίλε!

(colloquiale) (αργκό)

Il bambino esclamò, "Che ficata! Non vedo l'ora che arrivino le vacanze estive".

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

(informale) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Πού στο καλό...;

(colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαχανοσαλάτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al picnic abbiamo mangiato sfilacci di maiale, insalata di cavolo con maionese e pannocchie di mais.

λαχανίδα

(Brassica oleracea sabauda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli esperti dicono che il cavolo verza è il cibo più sano che ci sia.
Οι ειδικοί λένε πως η λαχανίδα είναι η πιο υγιεινή τροφή που υπάρχει.

γογγυλοκράμβη

sostantivo maschile (είδος λάχανου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κινέζικο λάχανο

sostantivo maschile

Il bok choy è un tipo di cavolfiore cinese.
Το μποκ τσόι είναι το κινέζικο λάχανο.

λαχανοσαλάτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'insalata di cavolo è un contorno che si accompagna al pollo fritto.

λαχανοντολμάς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κόκκινο λάχανο

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κινέζικο λάχανο

sostantivo maschile

διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος

(colloquiale)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καθόλου

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il mio compagno è un pigro totale. Il suo aiuto nei lavori di casa è pari a zero.

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

(colloquiale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Che cavolo sta succedendo qui?

να με πάρει και να με σηκώσει

(colloquiale, seguito da subordinata) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γιατί στο καλό

(colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτου

(colloquiale) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cavolo!, ho dimenticato il portafogli.
Γαμώτο! Ξέχασα το πορτοφόλι μου.

γαμώτο!

interiezione (colloquiale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Dannazione! La macchina non vuole saperne di partire!

βλακείες!

interiezione (colloquiale) (ελαφριά αποδοκιμασία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σκατά

interiezione (ως επιφώνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Oh cavolo! Ho dimenticato il cellulare.

Όχι βέβαια!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γουλί

sostantivo maschile (λαχανικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απαυτός, αποτέτοιος

sostantivo femminile (colloquiale, offensivo) (ανεπίσημο, ευφημισμός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

τι στο καλό

pronome (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναθεματισμένος, καταραμένος

aggettivo (rafforzativo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Questa maledetta penna non scrive.
Αυτό το καταραμένο στυλό δεν γράφει.

τι στο καλό

pronome (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Στο διάολο!, Στο διάβολο!

(υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Diavolo! Cosa vuoi che faccia?
Στο διάολο πια! Τι θέλεις να κάνω;

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

(colloquiale, potenzialmente offensivo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Non so che diavolo stia succedendo qui, ma mi devi dare qualche spiegazione!
Δεν ξέρω τι στον κόρακα (or: τι στο διάολο) συμβαίνει εδώ αλλά έχετε να δώσετε εξηγήσεις!

αναθεματισμένος, καταραμένος

(rafforzativo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mentre facevo jogging nel parco quel dannato cagnaccio mi è saltato addosso.

Να πάρει!, Φτου!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mary ha sbattuto il dito del piede ed ha esclamato: "Accidenti!"
Η Μαίρη χτύπησε το δάχτυλο του ποδιού της. Να πάρει!, Φτου! αναφώνησε.

-

(molto colloquiale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Puoi fare quello che cavolo vuoi, non me ne frega niente.
Μπορείς να κάνεις ότι θες ρε γαμώτο. Χέστηκα!

αμάν!

interiezione (colloquiale)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Να πάρει!

interiezione (colloquiale) (καθομιλουμένη)

Cavolo! Ho appena rovesciato il mio caffè sul pavimento.
Να πάρει! Μόλις έχυσα τον καφέ μου στο πάτωμα!

αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!

interiezione (colloquiale) (ενόχληση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Φτου!

interiezione

Cavolo! Ho dimenticato l'impermeabile e sta piovigginando.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cavolo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.