Τι σημαίνει το cari στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cari στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cari στο Ιταλικό.
Η λέξη cari στο Ιταλικό σημαίνει αγαπητός, σημαντικός, πολύτιμος, ακριβός, ακριβός, αγαπητή μου, αγαπητός, αγαπημένος, αξιαγάπητος, αγαπημένος, πολυαγαπημένος, αγαπημένος, αγαπημένο πρόσωπο, αγαμημένε μου, υψηλός, ακριβός, γλυκέ μου, γλυκιά μου, λατρευτός, αγαπημένος, ακριβός, ακριβός, πολύτιμος, ακριβός, αγαπημένος, λατρεμένος, αγαπούλα, αγάπη μου, ακριβός, πολύτιμος, ακριβά, αγάπη μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, πολύτιμος, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, γλυκός, ακριβός, ακριβός, ακριβός, γλυκέ μου, γλυκιά μου, αγαπητέ, αγαπητή, ακριβά, φτηνός, φθηνός, οικονομικός, εκλιπών, αποθανών, με υψηλό κόστος, με υψηλό κόστος, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, υψηλή τιμή, πολύ υψηλή/υπερβολική τιμή, φιλαράκο, αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι για, καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή, με μεγάλο τίμημα, αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη, υψηλό κόστος, υπερχρεώνω, με υψηλή τιμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cari
αγαπητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Siamo in debito col nostro caro dottore. Είμαστε υποχρεωμένοι στον αγαπητό μας γιατρό. |
σημαντικός, πολύτιμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nostra famiglia ci è molto cara. Η οικογένεια μας είναι πολύ σημαντική για εμάς. |
ακριβόςaggettivo (costoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non mi posso permettere di comprare quel cappotto, è troppo caro. Δεν μπορώ να αγοράσω αυτό το παλτό. Είναι πανάκριβο. |
ακριβόςaggettivo (costoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non comprare lì, è molto caro. Μην ψωνίζεις εκεί, είναι φαρμακείο. |
αγαπητή μουinteriezione (παλαιό: κάπως τυπικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai abbastanza caldo, caro? Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου; |
αγαπητός(intestazioni) (προσφώνηση, συχνά τυπικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Caro John, grazie per la tua lettera. Αγαπημένε μου Γιάννη, σε ευχαριστώ για το γράμμα σου. |
αγαπημένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sì, mio caro fratello. Ναι, αγαπημένε (or: αγαπητέ) μου αδερφέ. |
αξιαγάπητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci sono venti bambini in quella classe e sono tutti molto cari. Υπήρχαν είκοσι παιδιά σε αυτή την τάξη, όλα τους αξιαγάπητα. |
αγαπημένος, πολυαγαπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mentre era all'estero sentiva la mancanza dell'amato felino. Της έλειπε η αγαπημένη της γάτα πάρα πολύ όσο ήταν στο εξωτερικό. |
αγαπημένος(letterario) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La prima poesia che scrisse era dedicata alla sua amata. |
αγαπημένο πρόσωποsostantivo maschile (persona cara) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi fa piacere che tu possa tornare a casa per trascorrere Natale con i tuoi cari. |
αγαμημένε μουsostantivo maschile (vezzeggiativo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υψηλόςaggettivo (για τιμή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho pagato a caro prezzo il cambio del provider di servizi internet. |
ακριβόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκέ μου, γλυκιά μουsostantivo maschile (vezzeggiativo) |
λατρευτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vorrei ringraziare la mia amata famiglia per tutto il supporto che mi ha dato. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την λατρευτή μου οικογένεια για όλη την υποστήριξη που μου έχουν δώσει. |
αγαπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La ragazzina si rallegrò alla vista del cucciolo, suo amato. |
ακριβός(colloquiale, figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακριβός(χρηματικό ποσό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le case in questa zona sono molto costose. Τα σπίτια σε αυτήν την περιοχή είναι πολύ ακριβά. |
πολύτιμοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le estati al lago sono tra i miei ricordi più cari. Τα καλοκαίρια στη λίμνη είναι από τις πιο πολύτιμες παιδικές αναμνήσεις μου. |
ακριβός(μεγάλο κόστος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cercate di scegliere ingredienti non troppo cari. Προσπάθησε να επιλέγεις συστατικά που δεν είναι πολύ ακριβά. |
αγαπημένος, λατρεμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La nostra amata nonna ha lasciato la vita terrena un anno fa. Η αγαπημένη (or: λατρεμένη) μας γιαγιά έφυγε από αυτόν τον κόσμο πριν από έναν χρόνο. |
αγαπούλα(vezzeggiativo) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγάπη μου(appellativo) (προσφώνηση) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tesoro, mi prepari il caffè e poi mi daresti una grattatina alla schiena? Αγάπη μου, φτιάξε μου, σε παρακαλώ, έναν καφέ και κάνε μου λίγο μασάζ. |
ακριβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύτιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio amato vaso antico si è rotto quando ho traslocato. |
ακριβά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αγάπη μου(vezzeggiativo, a un uomo) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi prendi quella scatola, amore? Μπορείς να μου φέρεις εκείνο το κουτί, αγάπη μου; |
γλυκέ μου, γλυκιά μουsostantivo maschile (innamorato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai passato una buona giornata al lavoro, amore? Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου; |
πολύτιμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sophie conservava dei cari ricordi del suo periodo a Parigi. Η Σόφι είχε ανεκτίμητες αναμνήσεις από την περίοδο που ήταν στο Παρίσι. |
καρδούλα μου, ψυχούλα μουsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ciao, caro, come stai oggi? Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα; |
γλυκόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Buon compleanno alla mia cara madre! |
ακριβόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le gioiellerie di lusso sono troppo costose per la maggior parte delle persone. Τα καλά κοσμηματοπωλεία είναι υπερβολικά ακριβά για τους περισσότερους ανθρώπους. |
ακριβός(costoso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alice pensava che 2.000 £ fosse un prezzo un po' salato per un'auto così vecchia, specialmente dato che non era in condizioni molto buone. |
ακριβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκέ μου, γλυκιά μουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cara, vieni a sederti vicino a me. |
αγαπητέ, αγαπητήsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Vuoi una tazza di tè, tesoro? |
ακριβάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vendono cose a molto caro prezzo in quel negozio. Πουλάνε πολύ ακριβά πράγματα σε αυτό το μαγαζί. |
φτηνός, φθηνός, οικονομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le spugne economiche si usurano molto più in fretta. Τα φτηνά σφουγγάρια φθείρονται πολύ γρηγορότερα. |
εκλιπών, αποθανών(επίσημο: νεκρός) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
με υψηλό κόστος
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με υψηλό κόστος
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μουaggettivo (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Francamente, mia cara, me ne infischio!" è la famosa battuta recitata da Rhett Butler in "Via col vento". «Ειλικρινά, καρδιά μου, δεν δίνω δεκάρα!» είναι η περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος». |
υψηλή τιμήsostantivo maschile (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha pagato a caro prezzo fama e notorietà: non ha più privacy ed è sempre in viaggio, lontano dalla famiglia. |
πολύ υψηλή/υπερβολική τιμήsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φιλαράκοsostantivo maschile (ειρωνικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Se non la smetti di parlare, caro mio, finirà male! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη με τσιγκλάς φιλαράκο, έχω φτάσει στα όριά μου! |
αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι γιαverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia sorella mi è molto cara, perché so che tra di noi c'è un affetto ineguagliabile. |
καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quello che la fa amare da tutti è la sua capacità di sdrammatizzare ogni problema. |
με μεγάλο τίμημα(figurato) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υψηλό κόστοςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo vinto la battaglia, ma a caro prezzo di vite umane. Mi chiedo se ne sia valsa la pena. |
υπερχρεώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
με υψηλή τιμή(επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sfortunatamente le ha comprate a caro prezzo, e poi le azioni sono scese. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cari στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cari
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.