Τι σημαίνει το camminare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης camminare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του camminare στο Ιταλικό.

Η λέξη camminare στο Ιταλικό σημαίνει περπατάω, περπατώ, περπάτημα, περπατάω, περπατώ, περπατάω, προχωράω, περπατάω, περιδιαβάζω, σουλατσάρω, σεργιανίζω, κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλτα, περπατάω, το κόβω με τα πόδια, περιπλάνηση, ταξιδεύω πεζός, δουλεύω, κάνω περίπατο, περπατάω, περπατώ, βοηθώ, περπατώ αργά, περπατάω βαριά, περπατώ αθόρυβα, μαγκιά, πρακτικά παπούτσια, ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί, λάμπω, περπατώ πάνω-κάτω, πετάω στα σύννεφα, χτυπάω τα πόδια μου, περπατώ αδιάφορα, περπατώ επιδεικτικά, δρασκελίζω, περπατάω πλάγια, περπατώ βαριά, τρεκλίζω, παραπατάω, βιάζομαι, κάνω γρήγορο βάδισμα, περπατάω με το κεφάλι ψηλά, τριγυρνάω επιδεικτικά, περπατώ μέσα σε κτ, χωλαίνω,κουτσαίνω, βιάζομαι, περπατώ βαριά, περπατώ αργά, μεταφέρω με τη βία, κατεβαίνω, πηγαινέλα, περπατάω σαν την πάπια, προχωράω σαν την πάπια, κουνιέμαι, λικνίζομαι, περπατάω στα νύχια των ποδιών, πλατσουρίζω στη λάσπη, τσαλαβουτάω στη λάσπη, περπατώ κατά μήκος, κάνω μια βόλτα, πατάω, πατώ, σύρσιμο των ποδιών, περπατάω με μεγάλα βήματα, περπατάω με θόρυβο, περπατάω γεμάτος μαγκιά, παραπαίω, κινούμαι βιαστικά, παρελαύνω, σέρνομαι, προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη, περπατάω καμαρωτά, κινούμαι σαν τσούρμο, πηγαινοέρχομαι, πηγαινοέρχομαι, επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια, πλησιάζω κρυφά κπ/κτ, περπατώ σε σειρά, περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά, περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα, περπατάω αργά, περπατώ αργά, περπατάω καμπουριαστός, περπατώ αγέρωχα, περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο, περπατάω βαριά, κινούμαι άγαρμπα, περπατώ δίπλα σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης camminare

περπατάω, περπατώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Preferisci andare con un mezzo o a piedi?
Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς;

περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης.

περπατάω, περπατώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Camminai con attenzione mentre attraversavo il terreno scivoloso. Hai camminato sul tappeto con gli stivali infangati!
Περπατούσα με προσοχή ενώ διέσχιζα το ολισθηρό έδαφος.

περπατάω, προχωράω

verbo intransitivo (papera)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il papero ha camminato fino a noi e ha iniziato a mangiare il pane.

περπατάω

verbo intransitivo (insetti)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lola ha urlato quando ha sentito un ragno che le camminava sul braccio.

περιδιαβάζω, σουλατσάρω, σεργιανίζω

(πάω βόλτα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Σουλατσάρουν (or: σεργιανίζουν) στα Χάιλαντς αυτή τη στιγμή.

κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλτα

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περπατάω

verbo intransitivo (insetti)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Betty guardò il ragno camminare su per il muro.

το κόβω με τα πόδια

verbo intransitivo (ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hannah aveva una gomma a terra e per questo ha dovuto camminare fino al lavoro.
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

περιπλάνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η περιπλάνηση στα φαράγγια είναι η αγαπημένη μας δραστηριότητα το Σαββατοκύριακο.

ταξιδεύω πεζός

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δουλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα.

κάνω περίπατο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lucia passeggiava in silenzio, persa nei suoi pensieri.

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα άλογα το έσκασαν μέσα στη νύχτα και έτσι η ομάδα θα έπρεπε να προχωρήσει πεζή από εδώ.

βοηθώ

(fare attraversare) (διευκολύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il boy scout ha accompagnato l'anziano dall'altra parte della strada.
Ο πρόσκοπος βοήθησε τον ηλικιωμένο άντρα να περάσει το δρόμο.

περπατώ αργά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατάω βαριά

περπατώ αθόρυβα

μαγκιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anche se è lontano, so che quello è John; riconoscerei ovunque la sua camminata da spaccone.
Παρόλο που είναι μακριά ξέρω ότι αυτός είναι ο Τζον· θα γνώριζα παντού το μάγκικο περπάτημά του.

πρακτικά παπούτσια

sostantivo plurale femminile (άνετα, αλλά όχι μοντέρνα)

Cammineremo molto durante il giorno, per favore assicuratevi di indossare scarpe adatte.

ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λάμπω

verbo intransitivo (idiomatico: essere felice) (χαρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατώ πάνω-κάτω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω στα σύννεφα

verbo intransitivo (figurato: essere felicissimi) (μεταφορικά)

χτυπάω τα πόδια μου

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non salire le scale pestando i piedi: c'è tua sorella che dorme.
Μη χτυπάς τα πόδια σου στις σκάλες, η αδελφή σου κοιμάται.

περπατώ αδιάφορα

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Danielle camminò con disinvoltura fuori dalla stanza senza salutare.

περπατώ επιδεικτικά

verbo intransitivo

Jasmine camminava con ostentazione nel corridoio.

δρασκελίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'elegante cavallo procedeva a grandi passi per il prato.

περπατάω πλάγια

Il vano della porta era stretto e Sharon dovette passare di sghembo.

περπατώ βαριά

verbo intransitivo

τρεκλίζω, παραπατάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω γρήγορο βάδισμα

(για άσκηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περπατάω με το κεφάλι ψηλά

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τριγυρνάω επιδεικτικά

verbo intransitivo (informale)

περπατώ μέσα σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωλαίνω,κουτσαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περπατώ βαριά, περπατώ αργά

verbo intransitivo

μεταφέρω με τη βία

verbo transitivo o transitivo pronominale

κατεβαίνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cammina lungo la Elm Street e all'angolo gira a sinistra.
Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία.

πηγαινέλα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

περπατάω σαν την πάπια, προχωράω σαν την πάπια

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È ingrassato così tanto che riesce solo a camminare a papera.

κουνιέμαι, λικνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una donna sexy camminava con un'andatura provocante tra le corsie del casinò.

περπατάω στα νύχια των ποδιών

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bradley camminò in punta di piedi per la casa, evitando le assi scricchiolanti.

πλατσουρίζω στη λάσπη, τσαλαβουτάω στη λάσπη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo camminato nel fango perché continuava a piovere.

περπατώ κατά μήκος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al tramonto abbiamo passeggiato lungo il canale.

κάνω μια βόλτα

verbo intransitivo (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovrai camminare attorno alla montagna per arrivare dall'altra parte.

πατάω, πατώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quel mero imbranato non guardava dove andava e camminò sul mio piede!
Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι!

σύρσιμο των ποδιών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'anziano signore si avviò camminando in modo dinoccolato.

περπατάω με μεγάλα βήματα

verbo intransitivo (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Len camminò a grandi passi nell'ufficio e pretese di vedere il direttore.
Ο Λεν μπήκε αποφασιστικά μέσα στο γραφείο και απαίτησε να δει τον μάνατζερ.

περπατάω με θόρυβο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ragazzo camminava con passo pesante per la strada.
Ο νεαρός άντρας περπατούσε με βαριά βήματα στον δρόμο.

περπατάω γεμάτος μαγκιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Χένρι περπατούσε στο γραφείο γεμάτος μαγκιά όλο το απόγευμα, αφότου το αφεντικό είχε επαινέσει την δουλειά του.

παραπαίω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cavallo camminava a fatica e non riuscì a saltare l'ostacolo.

κινούμαι βιαστικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρελαύνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il direttore camminava impettito per l'ufficio, come se fosse la persona più importante della terra.
Ο διευθυντής διέσχισε καμαρωτά το γραφείο, λες και ήταν το σημαντικότερο άτομο στον πλανήτη.

σέρνομαι

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'uomo ferito camminò in modo dinoccolato fuori dalla stanza.

προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I quattro bambini al supermercato camminavano in fila dietro la loro madre.
Τα τέσσερα αγόρια ακολουθούσαν συντεταγμένα όλα μαζί τη μαμά τους στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ.

περπατάω καμαρωτά

verbo intransitivo

Kelsey camminava impettita sui suoi tacchi alti.
Η Κέσλεϋ κατέβαινε καμαρωτά τον δρόμο με τα ψηλοτάκουνά της.

κινούμαι σαν τσούρμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαινοέρχομαι

verbo intransitivo (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Camminava avanti e indietro per il pavimento
Πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω στο δωμάτιο.

πηγαινοέρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Camminava su e giù fuori dalla stanza mentre sua moglie partoriva.
Πηγαινοερχόταν απέξω ενώ η γυναίκα του γεννούσε.

επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλησιάζω κρυφά κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cowboy raggiunse furtivamente il bar e ordinò un whisky.

περπατώ σε σειρά

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli studenti sono entrati obbedientemente in classe in fila per uno.

περπατάω με βαριά βήματα, περπατάω βαριά

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rudy camminò stancamente su per le scale, verso la camera da letto.

περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα

verbo intransitivo

Il cane camminava silenziosamente dietro alla bambina.

περπατάω αργά, περπατώ αργά

verbo intransitivo

Jeremy camminava in giro per la stanza.

περπατάω καμπουριαστός

verbo intransitivo

Jemima camminava in modo goffo lungo la strada.

περπατώ αγέρωχα

verbo intransitivo

Quando Lisa lo insultò, John semplicemente girò sui tacchi e se ne andò camminando in modo altero.

περπατάω βαριά, περπατάω με θόρυβο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paula camminò pestando i piedi per l'ufficio e schiaffò la lettera di dimissioni sulla scrivania del capo.

περπατάω βαριά

verbo intransitivo

L'uomo camminava con passo pesante per la strada.

κινούμαι άγαρμπα

L'uomo sovrappeso si muoveva sgraziatamente lungo la strada.

περπατώ δίπλα σε κτ

verbo intransitivo (έμφαση στον τρόπο μετακίνησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του camminare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.