Τι σημαίνει το avant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avant στο Γαλλικά.

Η λέξη avant στο Γαλλικά σημαίνει πριν, πριν από, νωρίτερα, μπροστινός, αρχή, πριν, πριν, πρόσοψη, εμπρόσθιο άκρο, πριν από, πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, το αργότερο μέχρι, πρωραίος, μπροστινός, εκ των προτέρων, πριν, μπροστινός, πριν από κπ, νωρίτερα από κπ, μπροστά από, φόργουορντ, μπροστά, πλώρη, μπροστά, εμπρός, κάποτε, μπροστινό μέρος, πριν, προτού, ακριβώς πριν, πρώτα, προγαμιαίος, προπολεμικός, προπολεμικός, ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός, επαναστατικός, προσκηνιακός, πρωτοποριακός, προχωρημένος, προηγμένος, σύγχρονος, προ της πτήσης, κυρίως, μπροστά, πρωραίο τμήμα, πρόλογος, αβάν πρεμιέρ, avant premiere, ο πρωτοστάτης, πήχης, φυλάκιο, πρόγευση, απομακρυσμένος σταθμός, μπροστινό τμήμα, σέντερ φορ, αβάν-γκαρντ, προχτές, προχθές, πρόλογος, πρόστεγο, γείσωμα, μέχρι, έως, ως, προτρέχω, πηγαινοέρχομαι, παίρνω προβάδισμα, προχωρώ, προχτές, προχθές, πρόλογος, φρουροί που επανδρώνουν φυλάκιο, προοδευτικότητα, δείγμα, προσκήνιο, έδαφος μπροστά από κτ άλλο, μπροστινό μέρος του ποδιού, κάνω ένα βήμα μπροστά, πρόωρα, ανοδικό βήμα, πριν από, νωρίτερα από, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, ακριβώς, πρόοδος, εξέλιξη, προχωρημένος, underground, -, κάτω, περίοδος πριν την πώληση, προσκήνιο, underground κουλτούρα, καινοτομία, νοκ ον, φιλοξενώ την αβάν πρεμιέρ, προτελευταίος, νεκρός κατά την άφιξη, προαγωνιστικός, πριν την αγωνιστική περίοδο, μπροστινός, πρόδρομος, πριν την ανακάλυψη της γραφής, προβεβλημένος, αναδεικνυόμενος, εμφανιζόμενος, νεκρός κατά την άφιξη, που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός, που γέρνει προς τα εμπρός, που μεγαλοδείχνει, προ φόρων, προ φόρου, ανάλωση κατά προτίμηση πριν από, μπροστά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avant

πριν

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu devrais terminer tes devoirs avant le dîner.
Θα πρέπει να τελειώσεις το διάβασμα πριν (or: πριν από) το φαγητό.

πριν από

préposition

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La lettre "b" vient avant la lettre "c".
Το γράμμα «Β» είναι πριν από το γράμμα «Γ».

νωρίτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Θα σου έγραφα νωρίτερα, αλλά δεν είχα τη νέα διεύθυνσή σου.

μπροστινός

adjectif invariable

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a une égratignure sur la partie avant du nez.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si vous êtes handicapé, vous pouvez aller à l'avant de la queue.

πριν

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les as viennent avant les rois dans ce jeu.

πριν

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Leurs profits avant taxes ont doublé cette année.

πρόσοψη

(immeuble, maison) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La façade de la maison ne donnait pas sur la rue.

εμπρόσθιο άκρο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'avant de la voiture a beaucoup souffert.

πριν από

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'ai acheté mes places avant le concert.

πριν, προηγουμένως, νωρίτερα

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je vivais à Blackpool avant d'emménager ici.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Avant l'invention de l'imprimerie, les livres étaient copiés à la main.

το αργότερο μέχρι

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous êtes prié de nous rendre votre rapport avant le 31 janvier.

πρωραίος

adjectif invariable

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La partie ventrale avant du cargo est parfaitement contrebalancée par la partie ventrale arrière.
Το φορτίο είναι μοιρασμένο εξίσου μεταξύ του πίσω και του μπροστινού εσωτερικού τμήματος.

μπροστινός

adjectif invariable

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκ των προτέρων

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il a pu poser le papier-peint rapidement parce qu'il avait apprêté le mur avant.

πριν

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μπροστινός

adjectif invariable

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La partie avant d'un bateau est appelée la proue.
Το μπροστινό τμήμα του πλοίου ονομάζεται πλώρη.

πριν από κπ, νωρίτερα από κπ

préposition

John est arrivé au restaurant avant son frère.
Ο Τζον έφτασε στο εστιατόριο πριν από (or: νωρίτερα από) τον αδερφό του.

μπροστά από

adjectif invariable

La cabine de l'équipage se trouve à l'avant de la galère.
Η καμπίνα του πληρώματος είναι μπροστά από την κουζίνα.

φόργουορντ

(Sports : joueur)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle est le meilleur avant de l'équipe.

μπροστά

(Sports : position)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mike joue avant dans l'équipe.

πλώρη

nom masculin (bateau)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les marins ont utilisé une corde à l'avant du bateau pour l'attacher au quai.

μπροστά, εμπρός

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fred va de l'avant, décidé à atteindre sa destination.

κάποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Autrefois, je savais coudre.
Κάποτε ήξερα να ράβω.

μπροστινό μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Y a-t-il une rayure sur le devant de la télévision ?
Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης;

πριν, προτού

(même sujet)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il savait conduire avant de savoir faire du vélo.
Ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο πριν (or: προτού) μάθει να κάνει ποδήλατο.

ακριβώς πριν

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'aime prendre un bain juste avant de me coucher.

πρώτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce qu'il faut faire avant tout, c'est trouver un hôtel.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε.

προγαμιαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προπολεμικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προπολεμικός

(latin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ρηξικέλευθος, πρωτοποριακός, επαναστατικός

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a reçu le prix Nobel pour ses recherches révolutionnaires en génétique.
Πήρε βραβείο Νόμπελ για την πρωτοποριακή του έρευνα στη γενετική.

προσκηνιακός

locution adjectivale (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρωτοποριακός, προχωρημένος, προηγμένος, σύγχρονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
À son époque, Picasso était un artiste avant-gardiste.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. O Τζον Κέιτζ ήταν αβανγκάρντ συνθέτης.

προ της πτήσης

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυρίως

(πρωτίστως)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les pompiers luttent principalement contre le feu.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρόκειται για μία κατά κύριο λόγο (or: κατ' εξοχήν) αγροτική χώρα.

μπροστά

(dans un véhicule) (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je préfère toujours m'asseoir devant, à côté du conducteur.

πρωραίο τμήμα

nom masculin (bateau, avion)

Le charpentier de marine attacha la nacelle à l'avant du navire.
Ο ναυπηγός στερέωσε τη δοκό στο πρωραίο τμήμα του πλοίου.

πρόλογος

(pas écrit par l'auteur)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αβάν πρεμιέρ, avant premiere

(Cinéma : séance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ο πρωτοστάτης

nom féminin

Nous avons toujours été à l'avant-garde de l'innovation technologique.

πήχης

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Betsy s'est fait piquer par une abeille sur son avant-bras droit.

φυλάκιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les militaires ont gardé un petit nombre de soldats à l'avant-poste dans le désert.

πρόγευση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απομακρυσμένος σταθμός

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπροστινό τμήμα

nom masculin invariable (bâtiment)

σέντερ φορ

nom masculin (Football : position)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αβάν-γκαρντ

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'avant-garde tente de repousser les limites de l'art jusqu'au point de rupture.
Η αβάν-γκαρντ προσπαθεί να φτάσει την τέχνη στα όριά της.

προχτές, προχθές

nom masculin

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Avant-hier, c'était mon anniversaire.

πρόλογος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρόστεγο, γείσωμα

(αρχιτεκτονική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέχρι, έως, ως

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Harry était tellement fatigué qu'il a dormi jusqu'à midi.
Ο Χάρι ήταν τόσο κουρασμένος που κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι.

προτρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαινοέρχομαι

(pendule)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Au cours de la partie d'échecs, il a avancé son pion de deux cases.
Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις.

προχτές, προχθές

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je ne l'ai pas vu depuis avant-hier.

πρόλογος

(κείμενο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La préface de la Constitution commence par les mots : "Nous le peuple".

φρουροί που επανδρώνουν φυλάκιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προοδευτικότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσκήνιο

(Théâtre) (μπροστά από την αυλαία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έδαφος μπροστά από κτ άλλο

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπροστινό μέρος του ποδιού

nom masculin (personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ένα βήμα μπροστά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veuillez vous avancer à l'appel de votre nom.
Όταν ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου, παρακαλώ κάνε ένα βήμα μπροστά.

πρόωρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανοδικό βήμα

(μεταφορικά)

Αυτή η προαγωγή ήταν έλα πραγματικά σημαντικό βήμα για εσένα.

πριν από, νωρίτερα από

Ο υδραυλικός δεν μπορεί να έρθει νωρίτερα από αύριο.

μετακινώ κτ προς τα εμπρός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pou faire une rotation du stock, avancez les produits moins frais sur l'étagère et rangez les plus récents à l'arrière.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός;

ακριβώς

(πριν, μετά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les témoins ont déclaré qu'immédiatement avant l'accident, le conducteur était au téléphone.

πρόοδος, εξέλιξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vous avez fait de gros progrès en anglais
Έχεις σημειώσει μεγάλη πρόοδο (or: εξέλιξη) στις σπουδές σου στα Αγγλικά.

προχωρημένος

(idée, pensée) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Galilée avait des idées avant-gardistes pour son époque.

underground

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ce journaliste écrit pour un journal d'avant-garde.

-

(au contact de) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Arrêtez de vous appuyer contre ce mur !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σταμάτα να γέρνεις σ' αυτόν τον τοίχο.

κάτω

nom féminin (Théâtre) (θέατρο: προσκήνιο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'acteur devait marcher de l'avant-scène vers le centre de la scène.

περίοδος πριν την πώληση

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσκήνιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le public a couvert l'avant-scène de fleurs à l'issue de la représentation.

underground κουλτούρα

L'adolescent rebelle désirait faire partie de l'avant-garde.

καινοτομία

nom masculin (art,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νοκ ον

nom masculin invariable (Rugby)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φιλοξενώ την αβάν πρεμιέρ

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προτελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Novembre est l'avant-dernier mois de l'année.

νεκρός κατά την άφιξη

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

προαγωνιστικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πριν την αγωνιστική περίοδο

locution adjectivale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπροστινός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόδρομος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πριν την ανακάλυψη της γραφής

locution adverbiale

προβεβλημένος, αναδεικνυόμενος, εμφανιζόμενος

(προβολή)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

νεκρός κατά την άφιξη

(στο νοσοκομείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ne te penche pas trop en avant si tu ne veux pas tomber.

που γέρνει προς τα εμπρός

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μεγαλοδείχνει

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προ φόρων, προ φόρου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάλωση κατά προτίμηση πριν από

(σήμανση σε προϊόν)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το γάλα πρέπει να καταναλωθεί πριν την ημερομηνία λήξης.

μπροστά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Penchez-vous en avant en gardant les jambes bien écartées.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σκύψτε προς τα εμπρός και επαναλάβετε ότι κάνω.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του avant

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.