Τι σημαίνει το assunto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης assunto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assunto στο Ιταλικό.
Η λέξη assunto στο Ιταλικό σημαίνει προσλαμβάνω, αναλαμβάνω, παίρνω, αναλαμβάνω, παίρνω, παίρνω, αναλαμβάνω, στελεχώνω, ανέρχομαι σε κτ, προσλαμβάνω, παίρνω κπ ως μαθητευόμενο, κατατοπίζω, μυώ, αναζητώ κπ για εργασία, ψάχνω κπ για εργασια, κολλάω, προσλαμβάνω, απασχολώ, προβλέπω, επιστρατεύω, διατυπώνω την αρχή, υιοθετώ, θεωρώ, επιστρατεύω, προσλαμβάνω, θεωρώ, που προσλήφθηκε, επιμελητής, επιμελήτρια, παριστάνω, που του έχουν δώσει ναρκωτικές ουσίες, πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, υιοθετώ τη στάση, σχηματίζομαι, παίρνω μορφή, στελεχώνω εκ νέου, προσλαμβάνω κπ δοκιμαστικά, ακολουθώ γαρμακευτική αγωγή, θέτω κτ υπό έλεγχο, ανανεώνω, προσλαμβάνω, παραφορτώνομαι, προσλαμβάνω, φαίνομαι καθώς πρέπει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης assunto
προσλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (rapporto di lavoro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ditta ha vinto un appalto e ha assunto un centinaio di nuovi lavoratori. Η εταιρία κέρδισε ένα συμβόλαιο και προσέλαβε εκατό νέους υπαλλήλους. |
αναλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il politico eletto ha assunto la carica di presidente. Η εκλεγμένη πολιτικός ανέλαβε το αξίωμα της Προέδρου. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per questo esercizio di danza assumete per favore una posizione fetale. Παρακαλώ πάρτε εμβρυϊκή θέση για αυτή τη χορευτική άσκηση. |
αναλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ha comprato la casa, Anna ha preso in carico l'ipoteca del proprietario precedente. |
παίρνω(il potere) (τον έλεγχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I generali hanno preso il potere e hanno esiliato il presidente. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (sottraendo ad altro datore di lavoro) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το ότι ανέλαβε τη διεύθυνση ήταν το πρώτο του λάθος. |
στελεχώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (εταιρεία κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In azienda hanno assunto dei lavoratori temporanei. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα στείλουν μια διμοιρία να επανδρώσει το φυλάκιο. |
ανέρχομαι σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (lavoro: posizione) |
προσλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recentemente la coppia di anziani ha assunto una persona per aiutare in casa. |
παίρνω κπ ως μαθητευόμενοverbo transitivo o transitivo pronominale (come apprendista) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) William fu assunto come apprendista di un fabbro all'età di 11 anni. |
κατατοπίζω, μυώverbo transitivo o transitivo pronominale (νέους υπαλλήλους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il responsabile delle risorse umane ha spiegato il modo in cui l'azienda assume i nuovi dipendenti. |
αναζητώ κπ για εργασία, ψάχνω κπ για εργασιαverbo transitivo o transitivo pronominale (ψάχνω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La società ha assunto Philip come nuovo direttore del reparto IT. Η εταιρεία προσέλαβε τον Φίλιπ ως υπεύθυνο πληροφορικής. |
κολλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (modi, abitudini) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maria temeva che suo figlio stesse acquisendo delle cattive abitudini dagli altri ragazzi a scuola. Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο. |
προσλαμβάνω(spettacoli) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απασχολώ(persone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η εταιρεία αυτή απασχολεί πάνω από εκατό άτομα. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (για το μέλλον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il professore ha ipotizzato un notevole aumento della popolazione. |
επιστρατεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (rivolto a persone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perché non ingaggi un consulente legale per sistemare la questione? |
διατυπώνω την αρχή(ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il professore ha ipotizzato che gli studenti apprendano meglio in un ambiente piacevole. |
υιοθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brook ha assunto un'aria di nonchalance. Η Μπρουκ πήρε έναν αέρα αδιαφορίας. |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La politica del governo sulla privatizzazione suppone che il settore privato sia più bravo a mandare avanti le cose rispetto a quello pubblico. Η πολιτική της κυβέρνησης για ιδιωτικοποίηση θεωρεί ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι καλύτερος σε θέματα διοίκησης από τον δημόσιο τομέα. |
επιστρατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa cinematografica ha ingaggiato (or: assunto) un famoso designer per gli arredi scenici. Το κινηματογραφικό στούντιο προσέλαβε έναν γνωστό σχεδιαστή για να φτιάξει τα σκηνικά αντικείμενα. |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sottintendiamo la validità del contratto. Θεωρούμε ότι το συμβόλαιο είναι έγκυρο. |
που προσλήφθηκεparticipio passato (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιμελητής, επιμελήτρια(di medico assunto) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που του έχουν δώσει ναρκωτικές ουσίες(contro la propria volontà) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ragazza disse di essere stata drogata alla festa. |
πρόσληψη επιπλέον προσωπικού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υιοθετώ τη στάση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχηματίζομαι, παίρνω μορφήverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στελεχώνω εκ νέουverbo transitivo o transitivo pronominale |
προσλαμβάνω κπ δοκιμαστικάverbo transitivo o transitivo pronominale (lavoro) |
ακολουθώ γαρμακευτική αγωγήverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stai prendendo medicinali che potrebbero interferire con la tua capacità di concentrazione. |
θέτω κτ υπό έλεγχο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανανεώνω(lavoro) (συμβόλαιο, συνδρομή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραφορτώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel mio negozio c'è un tale giro di clienti che ho dovuto assumere nuovo personale. |
φαίνομαι καθώς πρέπειverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen abbassò lo sguardo e assunse un'espressione altera. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assunto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του assunto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.