Τι σημαίνει το andiamo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης andiamo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του andiamo στο Ιταλικό.

Η λέξη andiamo στο Ιταλικό σημαίνει πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, παίρνω φωτιά, πηγαίνω, λειτουργώ, κινούμαι, είμαι, χαλάω, χαλώ, πηγαίνω, πάω, πάω, κινούμαι, -, πετάω, κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα, φεύγω, λειτουργώ, πηγαίνω προς, πηγαίνω σε, γλιστράω, γλιστρώ, εκκλησιάζομαι, προχωράω, προχωρώ, αποσύρομαι, κινούμαι, φτάνω, παίρνω, οδηγώ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, ισχύω, πάω, πάω, πηγαίνω, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, βολεύω, πυρίμαχος, πυράντοχος, περπάτημα, βαράω διάλυση, τρελαίνομαι, αποτυγχάνω, κολυμπάω, κολυμπώ, δεν παίρνω μπρος, σαπίζω, ταξιδεύω πεζός, οδηγώ, ξεφουσκώνω, ξινίζω, διαλύομαι, περνάω, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, συνεχίζω, αποτυγχάνω, τραβάω, βγαίνω, μπαίνω, βρίσκω, πέφτω σε δυσμένεια, περπατάω, περπατώ, κάνω πατίνια, αυτοσχεδιάζω, πάω χαμένος, φεύγω, ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ, πάω πιο γρήγορα, βγαίνω, λατρεύω, περιφέρομαι, τριγυρίζω, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, ύπνος, διαπρέπω, αποσύρομαι, καταρρέω, κάνω πατίνι, κάνω ρόλερ, διαλύομαι, προχωράω σε κτ, προηγούμαι, προπορεύομαι, πηγαινοέρχομαι, ξεπερνάω, ξεπερνώ, πηγαίνω μαζί, φεύγω, βγαίνω, ιππεύω, εγκωμιάζω, εκθειάζω, πηδιέμαι, γαμιέμαι, παραλαβή, περνάω, περνώ, ενδίδω σε κτ, γλεντάω, παίζομαι, παίζω, κυνηγάω, κυνηγώ, τα χάνω, ξεφεύγω, κλωτσάω, ψαρεύω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πάω, παίζω, κάνω, που έχει βγει, που έχει βγει να διασκεδάσει, που έχει βγει να το γλεντήσει, ακατανόητος, που έχει φρικάρει, νευριασμένος,αγανακτησμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης andiamo

πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È meglio che tu vada. Si sta facendo tardi.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

verbo intransitivo

Quest'estate vado a Londra. // L'anno scorso Anne è andata in vacanza in Italia. // Robert va al mercato tutti i sabati mattina.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

παίρνω φωτιά

verbo intransitivo (in fiamme, ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un incendio è scoppiato in cucina e l'intera casa è andata in fiamme.

πηγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il matrimonio è andato molto bene, grazie.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

λειτουργώ

(informale: funzionare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questo ventilatore non va.

κινούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il treno andava alla velocità massima.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

είμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per come vanno normalmente gli esami, questo non è andato troppo male.

χαλάω, χαλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Noè disse agli animali di andare e moltiplicarsi.

πάω

verbo intransitivo (καταφέρνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come ti sta andando quel progetto?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πώς τα πας με το έργο;

πάω

verbo intransitivo (επιδόσεις, πρόοδος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come sta andando il caso?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πώς τα πάνε τα παιδιά σου στο σχολείο;

κινούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa nuova macchina va così bene!

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Alla fine non posso venire con te questo fine settimana, ma non lasciarti condizionare da questo; tu vacci lo stesso.
Τελικά δεν μπορώ να έρθω μαζί σας το σαββατοκύριακο, αλλά μην αφήσετε να σας σταματήσει αυτό· εσείς να πάτε.

πετάω

(in aereo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La scorsa estate siamo andati in aereo a San Francisco.

κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα

verbo intransitivo (via dal banco dei testimoni)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Finito di raccontare la mia testimonianza, il giudice mi ha detto che potevo accomodarmi.
Μόλις τελείωσα με την κατάθεσή μου ο δικαστής μου είπε ότι μπορούσα να κατέβω από το εδώλιο του μάρτυρα.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λειτουργώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quella macchina funziona a dovere?
Δουλεύει αυτή η μηχανή όπως πρέπει;

πηγαίνω προς, πηγαίνω σε

γλιστράω, γλιστρώ

(scorrere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È avanzato verso di me sui suoi pattini da ghiaccio.
Γλίστρησε προς το μέρος μου με τα παγοπέδιλά του.

εκκλησιάζομαι

(andare in chiesa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa è la chiesa che la mia famiglia frequenta.
Σε αυτόν το ναό εκκλησιάζεται η οικογένειά μας.

προχωράω, προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il conducente tirò le redini per dare segno al cavallo di proseguire.
Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει.

αποσύρομαι

(andare via)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nuova merce non sta vendendo.
Το νέο εμπόρευμα δεν πουλάει.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il suono si protende in lontananza, ma nessuno ascolta.

παίρνω

(consentire) (ανταλακτικό, εξάρτημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa lampada richiede delle lampadine speciali.

οδηγώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Queste scale portano all'attico.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Scusi, devo andare al bagno. Ce n'è uno qui vicino?

ισχύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qualunque cosa dica Mike, va bene.

πάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un quarto del loro reddito va in alimentari.

πάω, πηγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La sua casa è andata al figlio più grande, ciò che c'era dentro al più piccolo.

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

verbo intransitivo (premio)

E l'Oscar va a Steve McQueen!

βολεύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Potrei vederti mercoledì alle 14; per te va bene?

πυρίμαχος, πυράντοχος

(σκεύος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περπάτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης.

βαράω διάλυση

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρελαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποτυγχάνω

(δεν επιτυγχάνω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il progetto è fallito perché hanno finito i soldi.
Το σχέδιο απέτυχε επειδή τους τελείωσαν τα χρήματα.

κολυμπάω, κολυμπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho nuotato fino all'isola ieri.
Κολύμπησα ως το νησάκι χτες.

δεν παίρνω μπρος

(arma da fuoco) (μηχανή αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il motore era tremolante e si inceppava.

σαπίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cadavere iniziò a putrefarsi prima che qualcuno lo trovasse.

ταξιδεύω πεζός

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οδηγώ

(veicolo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non posso ancora guidare. Ho appena 15 anni.
Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών.

ξεφουσκώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La ruota anteriore della mia bicicletta si è sgonfiata.

ξινίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se lasciate il latte in un luogo caldo, si inacidisce.

διαλύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι ομπρέλες που φτιάχνονται με φτηνά υλικά διαλύονται γρήγορα.

περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La folla osservava il corteo che passava.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rachel è inciampata e ha urtato un collega.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(specialmente di veicoli a motore)

L'automobile sfrecciò in una nuvola di gas di scarico.

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha continuato come se non fosse successo niente.
Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε.

αποτυγχάνω

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Secondo me l'accordo sarebbe stato molto vantaggioso per la mia attività, ma è saltato all'ultimo minuto.
Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή.

τραβάω

(continuare) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il film di tre ore si trascinava noiosamente.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non uscire senza la giacca, fuori fa freddo.

μπαίνω

(a piedi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω σε δυσμένεια

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert passeggiava sulla spiaggia.
Ο Ρόμπερτ έκανε βόλτα στην παραλία.

κάνω πατίνια

(con i pattini in linea)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anche se è una pista ciclabile ci sono spesso persone che ci pattinano.

αυτοσχεδιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω χαμένος

(informale) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se quella bottiglia del latte avanza, la prendo io.

φεύγω

(figurato, informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ορμάω σε κπ, ορμώ σε κπ, χιμώ σε κπ

(animali)

Tutto d'un tratto il toro caricò l'allevatore.

πάω πιο γρήγορα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Κουνήσου αλλιώς δεν θα φτάσουμε με τίποτα στην ώρα μας στην εκκλησία.

βγαίνω

(per fare [qlcs]) (για διασκέδαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Usciamo stasera! Potremmo andare al cinema.

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιφέρομαι, τριγυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Decidemmo di vagare per la città per un po'.

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

(volgare: sbagliare) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha scazzato l'esame.
Τα έκανε μαντάρα στο διαγώνισμα.

ύπνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È ora di andare a dormire, bambini.
Ώρα για ύπνο, παιδιά.

διαπρέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Νταν διέπρεψε στο νέο εργασιακό του περιβάλλον.

αποσύρομαι

(formale: andare a dormire) (παλαιό, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lady Catherine represse uno sbadiglio e annunciò che si sarebbe ritirata.
Η λαίδη Κάθριν κατέπνιξε ένα χασμουρητό και ανακοίνωσε ότι θα αποσυρθεί στα ενδότερα.

καταρρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα σχέδια επέκτασης της εταιρείας κατέρρευσαν όταν ανακάλυψαν ότι ο λογιστής είχε καταχραστεί το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους.

κάνω πατίνι, κάνω ρόλερ

(pattini a rotelle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci hanno portato alla pista di pattinaggio e ci hanno insegnato a pattinare.
Μας πήγαν στην πίστα και μας έμαθαν να κάνουμε πατίνι.

διαλύομαι

(figurato) (μεταφορικά: χάνω τον έλεγχο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Είναι σημαντικό να μην διαλυθείς, όταν τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα θέλεις.

προχωράω σε κτ

(tema, argomento)

L'oratore ha introdotto il tema fornendo al pubblico alcuni elementi del contesto storico.

προηγούμαι, προπορεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
William precedette la moglie lungo la strada buia.
Ο Γουίλιαμ προπορευόταν της γυναίκας του στον σκοτεινό δρόμο.

πηγαινοέρχομαι

(di segni incrociati)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cortile anteriore era ricoperto da segni di pneumatici

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(emotivamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riuscivo a superare la mia delusione per il fatto che il viaggio era stato cancellato.

πηγαίνω μαζί

Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις.

φεύγω

(για κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha lasciato la fattoria dove era cresciuto e se n'è andato in città a cercare lavoro.
Άφησε την οικογενειακή φάρμα και πήγε στη μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά.

βγαίνω

(togliersi accidentalmente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questo rossetto ha un bel colore, ma sfuma via facilmente.

ιππεύω

(equitazione)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le piace cavalcare e ha un cavallo suo.
Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο.

εγκωμιάζω, εκθειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I critici si sono entusiasmati per quel nuovo film.
Οι κριτικοί εγκωμιάζουν (or: εκθειάζουν) τη νέα ταινία.

πηδιέμαι, γαμιέμαι

(figurato, volgare) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se pensi che io la dia al primo appuntamento, ti sbagli!
Αν νομίζεις ότι θα πηδηχτώ από το πρώτο ραντεβού, γελιέσαι!

παραλαβή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Assicurati di portare fuori la spazzatura stamattina perché la raccolta è al pomeriggio.
Φρόντισε να βγάλεις τα σκουπίδια έξω σήμερα το πρωί γιατί η αποκομιδή είναι το μεσημέρι.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

ενδίδω σε κτ

(figurato)

Si è arresa alle gioie della musica.

γλεντάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non fa altro che divertirsi e dormire.

παίζομαι, παίζω

(teatro: colloquiale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cosa danno a teatro stasera?
Τι παίζει απόψε;

κυνηγάω, κυνηγώ

(andare a caccia) (με πυροβόλο όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα χάνω

(per il nervosismo) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεφεύγω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλωτσάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψαρεύω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerca complimenti, ignorala e basta!

πηγαίνω, πάω

(με συγκεκριμένη ταχύτητα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stavano facendo trenta miglia all'ora quando l'altra automobile li ha tamponati.

πηγαίνω, πάω

(ταξίδι, εκδρομή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faremo la Riviera quest'estate.

παίζω

(teatro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rappresentano "Aspettando Godot" per tutta la settimana.

κάνω

(vacanze, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'anno scorso abbiamo fatto una vacanza in Argentina.
Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή.

που έχει βγει, που έχει βγει να διασκεδάσει, που έχει βγει να το γλεντήσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo la casa tutta per noi, mia sorella è andata a far baldoria.

ακατανόητος

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il perché Janet stia ancora con il suo marito infedele va al di là di ogni comprensione.

που έχει φρικάρει

verbo intransitivo (αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando vide il disastro che i ladri avevano fatto, uscì completamente dai gangheri.
Φρίκαρε τελείως όταν είδε το χαμό που άφησαν πίσω τους οι διαρρήκτες.

νευριασμένος,αγανακτησμένος

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando gli ho fatto notare davanti a tutti i suoi impiegati che aveva sbagliato di grosso, è andato su tutte le furie.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του andiamo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.