Τι σημαίνει το volant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης volant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του volant στο Γαλλικά.

Η λέξη volant στο Γαλλικά σημαίνει που πετάει, φραμπαλάς, φραμπαλάς, τιμόνι οχήματος, διακοσμητικό φτερό, που αιωρείται, τιμόνι, μετακινούμενος υπάλληλος, φτερό, φτερό, χαλαρός, φαρδύς, μη μόνιμος, μη σταθερός, πετάω, πετάω, κλέβω, ληστεύω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, παρασύρομαι, πλέω, διαπράττω μικροκλοπές, κλέβω, σουφρώνω, πετάω, πετώ, κλέβω, κλέβω, αδικώ, αρπάζω, κλέβω, σουφρώνω, ληστεύω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω, κλέβω, κλέβω, κλέβω, κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά, λεηλατώ, βουτάω, σουφρώνω, χαρταετός, ντράιβ-θρου, ντράιβ-θρου, είδος μεγάλης νυχτερίδας, σκαθάρι της οικογένειας Lucanidae, στο τιμόνι, στο τιμόνι, σφόνδυλος, αρχαίο παιχνίδι με ρακέτες, όμοιο με το σημερινό μπάντμιντον, μαγικό χαλί, γκαζοφονιάς, χελιδονόψαρο, άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο, επιθετική οδήγηση, ιπτάμενος σκίουρος, σακχαροπέταυρος, είμαι στο τιμόνι, πετάω χαρταετό, που πετά σε χαμηλό ύψος, σμήνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης volant

που πετάει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma grand-mère me jure avoir vu une soucoupe volante dans son jardin hier soir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο κυνηγός πυροβόλησε την πάπια που πετούσε στον αέρα. Πολλοί άνθρωποι τραυματίστηκαν από τα μπάζα που πετάχτηκαν από την έκρηξη.

φραμπαλάς

nom masculin (ύφασμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φραμπαλάς

(sur une robe) (σε ρούχα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τιμόνι οχήματος

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διακοσμητικό φτερό

(sur un habit)

που αιωρείται

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les feuilles volantes tombaient lentement sur le sol.
Τα αιωρούμενα φύλλα έπεσαν αργά στο έδαφος.

τιμόνι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen a mis son clignotant pour tourner à gauche et a tourné le volant de la voiture pour se diriger dans la ruelle étroite.
Η Κάρεν έβγαλε αριστερό φλας και έστριψε το τιμόνι για να κατευθύνει το αυτοκίνητο στη στενή λωρίδα.

μετακινούμενος υπάλληλος

adjectif (personnel sans poste fixe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτερό

nom masculin (badminton) (αθλητισμός: μπάντμιντον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Frappe fort le volant avec ta raquette.

φτερό

nom masculin (de badminton) (μπάντμιντον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαλαρός, φαρδύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les vibrations du moteur ont rendu l'assemblage lâche.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να έχω χάσει κιλά, γιατί το παντελόνι μου είναι χαλαρό (or: φαρδύ).

μη μόνιμος, μη σταθερός

(objet : pas fixe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Τζον ήταν ένα μη μόνιμος επικουρικός εργάτης που πήγαινε και βοηθούσε όπου τον χρειάζονταν.

πετάω

verbe intransitif (oiseau, avion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voler peut faire peur, c'est pourquoi certains oiseaux doivent pousser leurs petits hors du nid pour leur apprendre comment faire.
Το πέταγμα μπορεί να είναι τρομακτικό και γι' αυτό πολλά πουλιά πρέπει να σπρώξουν τα μικρά τους έξω από τη φωλιά για να τους διδάξουν πώς γίνεται.

πετάω

verbe intransitif (oiseau,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On peut voir les oiseaux voler tous les jours.
Μπορείς να δεις πουλιά να πετάνε κάθε μέρα.

κλέβω, ληστεύω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Barry promit de ne plus jamais voler, mais il vola un bonbon quand même.

κλέβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les cambrioleurs ont volé ma voiture !
Οι κλέφτες έκλεψαν το αυτοκίνητό μου!

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant de se faire attraper, il volait son employeur dès qu'il le pouvait.
Πριν τον πιάσουν, έκλεβε από τον εργοδότη του με κάθε ευκαιρία.

κλέβω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a été pris en train de voler dans le magasin.
Τον έπιασαν να κλέβει από το μαγαζί.

παρασύρομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les feuilles volaient au vent.
Τα φύλλα παρασύρθηκαν με τον άνεμο.

πλέω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les feuilles d'automne volaient doucement sur le sol.
Τα φύλλα του φθινοπώρου έπεφταν γλυκά προς το έδαφος.

διαπράττω μικροκλοπές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σουφρώνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On m'a volé mon cahier de chimie !
Κάποιος μου σούφρωσε το βιβλίο της Χημείας.

πετάω, πετώ

(pilote)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pilote volait souvent.
Ο πιλότος πετούσε συχνά.

κλέβω

verbe transitif (du bétail) (ζώο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbe transitif (Base-ball) (μπέιζμπολ: μια βάση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coureur vola le deuxième but avant que le receveur ne puisse réagir.

αδικώ

verbe transitif (figuré, familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'arbitre a tort ! On s'est fait voler !

αρπάζω, κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les cambrioleurs ont volé les diamants du présentoir à bijoux.

σουφρώνω

verbe transitif (dérober) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ληστεύω

verbe transitif (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbe transitif (du bétail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(μικρά ποσά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ληστεύω, κλέβω, κατακλέβω

verbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vingt livres pour ça ? Ce commerçant t'as volé (or: roulé) !

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les garçons ont réussi à se tirer avec une pomme dans chaque main avant que le fermier ne les chasse.

κινούμαι σταθερά, πηγαίνω σταθερά

James maintenait sa vitesse à 100 kilomètres à l'heure.
Ο Τζέιμς κινείτο σταθερά με 60 μίλια την ώρα.

λεηλατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'armée a pillé la ville (or: a mis la ville à sac).
Ο στρατός λεηλάτησε την πόλη.

βουτάω, σουφρώνω

(familier) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim a piqué de l'argent à sa mère.

χαρταετός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brad aimait faire voler un cerf-volant dans les champs les jours de grands vents.
Στον Μπραντ άρεσε να βγαίνει και να πετάει χαρταετό στο χωράφι τις μέρες που φυσούσε.

ντράιβ-θρου

(anglicisme : type de restaurant)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ντράιβ-θρου

(anglicisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είδος μεγάλης νυχτερίδας

(chauve-souris tropicale)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκαθάρι της οικογένειας Lucanidae

(coléoptère)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στο τιμόνι

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ernest était au volant quand un pin est tombé sur la route.

στο τιμόνι

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σφόνδυλος

nom masculin (μηχανολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχαίο παιχνίδι με ρακέτες, όμοιο με το σημερινό μπάντμιντον

nom masculin (ancêtre du badminton)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαγικό χαλί

nom masculin

Aladin voyageait sur son tapis volant.

γκαζοφονιάς

nom masculin (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel fou du volant ! Un jour, il aura un accident.

χελιδονόψαρο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο

nom masculin (ΑΤΙΑ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Plusieurs habitants de la petite ville affirment avoir vu un objet volant non identifié.

επιθετική οδήγηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La plupart d'entre nous ont déjà vécu un accès de violence au volant.

ιπτάμενος σκίουρος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σακχαροπέταυρος

nom masculin (petit marsupial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είμαι στο τιμόνι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω χαρταετό

που πετά σε χαμηλό ύψος

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les personnes vivant à proximité de la base aérienne se plaignent du bruit des avions volant à basse altitude (or: qui volent à basse altitude).

σμήνος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του volant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.