Τι σημαίνει το vedrai στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vedrai στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vedrai στο Ιταλικό.
Η λέξη vedrai στο Ιταλικό σημαίνει βλέπω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, μαθαίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, θεωρώ, βλέπω, βλέπω, ζω, βλέπω, προσέχω, βλέπω, αντικρίζω, υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω, κάνω ante, -, κάνω call, κάνω κόλ, τα βλέπω, θεωρώ, βλέπω, πιάνει το μάτι μου, έχω συνάντηση με κπ, παίζω, βάζω, βλέπω τα αξιοθέατα, διακρίνω, ξεχωρίζω, βλέπω, βλέπω κπ ως κτ, αμφισβητώ, βλέπω κπ/κτ φευγαλέα, μαυρίλα, ανυπομονώ για κτ, όμορφος, εμφανίσιμος, αισθητικά ευχάριστος, εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός, αθόρυβα, απαρατήρητα, βλέπω κτ με δυσκολία, καλύτερα να μην, κατά τη γνώμη μου, Άρπα την!, Τσίμπα!, άντε, αμάν, αμοιβαία τα αισθήματα, νέα διάσταση, απογοήτευση, επιθανάτια εμπειρία, επίδειξη, δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαι, βλέπω στα πεταχτά, ενθουσιάζομαι για κτ, έχω να κάνω με κτ, δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ, χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου, δεν έχω καμία σχέση με, δεν μου αρέσει, βλέπω φως στο τούνελ, τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά, βλέπω με άλλο μάτι, βλέπω το φως της ημέρας, φροντίζω να, βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω, βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια, δείχνω το δρόμο, διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ, βλέπω κπ για τελευταία φορά, φαίνομαι καλά, δεν αφορώ κπ, έχω την ίδια άποψη, ανυπομονώ, μαλώνω, πάω κινηματογράφο, δεν έχω μούτρα, βλέπε παρακάτω, βλέπω μέσα από κτ, επιδεικνύω, δείχνω τον τρόπο, θεωρώ, επιδεικνύω, είμαι στη στενή, προβλέπω, παραβλέπω, αποδοκιμάζω, έτοιμος να ξεκινήσω, ίση αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χρώματος, ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως χρώματος, κάνω τα στραβά μάτια, πραγματοποιούμαι, δείχνω το δρόμο, βλέπω με δυσκολία, κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησε, αποδοκιμάζω, δείχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vedrai
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai mai visto un libro così grande? Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο; |
βλέπω, διακρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vedi quella collina in lontananza? Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος; |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai visto il suo ultimo film? Έχεις δει την τελευταία της ταινία; |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (percepire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io vedo la situazione in modo diverso. Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση. |
μαθαίνω, βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (capire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Devo vedere se mio padre ne sa qualcosa. |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quelli che hanno visto hanno detto che era uno spettacolo orribile. |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vediamo, cosa dobbiamo fare ora? Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά; |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vedo come il futuro primo ministro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stai vedendo parecchi di quei ragazzi in questo periodo, vero? Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι; |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (scommesse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vedo i tuoi cento, e rialzo di altri cento. |
ζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa barca ha visto giorni migliori. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου. |
βλέπω, προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vedo che i minatori hanno scioperato di nuovo, secondo quanto dice il giornale. |
βλέπω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non ci vedo. Puoi accendere la luce? Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως; |
αντικρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prima volta che abbiamo visto le Montagne Rocciose siamo rimasti stupefatti. Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη. |
υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω(vivere un evento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nostri nonni hanno visto la guerra e sanno cosa significa perdere tutto. |
κάνω anteverbo transitivo o transitivo pronominale (puntata in giochi di carte) (πόκερ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho dovuto vedere i 100 $ per stare in partita. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ci vediamo stasera! Τα λέμε το βράδυ! |
κάνω call(giochi di carte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho deciso di vedere, e gli altri hanno dovuto mostrare le carte. |
κάνω κόλverbo intransitivo (poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vuoi vedere o rialzare? |
τα βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (poker) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vedo i tuoi dieci e rialzo di dieci. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molta gente vede i tatuaggi negativamente. Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di comprare questa casa, ne avevamo visionate altre cinque. |
πιάνει το μάτι μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando ho intravisto il mio aspetto allo specchio, sono tornata immediatamente all'armadio per cambiarmi. Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω. |
έχω συνάντηση με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La nostra squadra di consulenti ti incontrerà per parlare dei tuoi obiettivi professionali. Η ομάδα των συμβούλων μας θα έχει συνάντηση μαζί σας, προκειμένου να συζητήσετε τους επαγγελματικούς στόχους σας. |
παίζω, βάζω(musica) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sto facendo suonare il nuovo cd nello stereo. Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό. |
βλέπω τα αξιοθέατα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli Smith hanno fatto molti giri turistici durante le vacanze. Οι Σμιθ έκαναν πολλές περιηγήσεις σε αξιοθέατα στις διακοπές τους. |
διακρίνω, ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (con la vista) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da così lontano non riesco a distinguere cosa c'è scritto sul cartello. Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά. |
βλέπω(farsi visitare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo andare da un dottore. Πρέπει να δω έναν γιατρό. |
βλέπω κπ ως κτverbo transitivo o transitivo pronominale Gli studenti considerano il loro professore un esempio. Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο. |
αμφισβητώ(figurato: [qlcn] che sta mentendo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βλέπω κπ/κτ φευγαλέα
Tom intravedeva il sole attraverso le nuvole. |
μαυρίλα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανυπομονώ για κτ
E solo lunedì e sono già impaziente che arrivi il fine settimana. |
όμορφος, εμφανίσιμοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αισθητικά ευχάριστος
Mi piace quel giardino: trovo bello esteticamente il contrasto tra le curve e le linee dritte. Ciò che riteniamo esteticamente piacevole dipende da ciò che ci hanno insegnato essere alla moda. |
εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αθόρυβα, απαρατήρητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βλέπω κτ με δυσκολία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vedeva a malapena la strada attraverso la fitta nevicata. |
καλύτερα να μην
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Farai meglio a non organizzare nessuna festa mentre io e tua madre siamo assenti questo fine settimana. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο. |
κατά τη γνώμη μουlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Άρπα την!, Τσίμπα!interiezione (idiomatico) (καθομιλουμένη) Ronaldo, prendi e porta a casa! Sean Geddes, l'attaccante del Worcester City, ha appena segnato un goal sensazionale. |
άντε, αμάνverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Che settimana terribile al lavoro! Non vedo l'ora che sia venerdì sera! |
αμοιβαία τα αισθήματα(αρνητικό συναίσθημα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quei due non si possono vedere. Si sono sempre odiati. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία ανάμεσά σε αυτούς τους δύο. Πάντα μισούσαν ο ένας τον άλλο. |
νέα διάστασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απογοήτευσηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιθανάτια εμπειρίαverbo transitivo o transitivo pronominale |
επίδειξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεν μπορώ να περιμένω, δεν κρατιέμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non vedo l'ora che arrivi il mio compleanno! Oggi è stato una giornataccia e non vedo l'ora che finisca. Ανυπομονώ να έρθουν τα γενέθλιά μου! Η σημερινή μέρα είναι απαίσια, ανυπομονώ να τελειώσει. |
βλέπω στα πεταχτάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho visto di sfuggita Peter che passava davanti a casa mia. |
ενθουσιάζομαι για κτ
I bambini sono impazienti di andare allo zoo domani. |
έχω να κάνω με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il suo successo ha molto a che vedere con i contatti professionali di suo padre. Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του. |
δε συνδέομαι με κπ/κτ, δε σχετίζομαι με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il diabete di tipo 1 non ha niente a che fare con l'obesità o con lo stile di vita e non si può prevenire. |
χάνω κτ/κπ από τα μάτια μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Perdemmo di vista la barca quando superammo l'ansa del fiume. |
δεν έχω καμία σχέση με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuocere una torta non ha niente a che fare con il riparare una macchina. |
δεν μου αρέσει(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non vedo di buon occhio le persone che non mi conoscono e mi chiamano "tesoro". Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα». |
βλέπω φως στο τούνελverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: terminare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo averci lavorato 15 ore al giorno per tre settimane ha finalmente iniziato a vedere la luce in fondo al tunnel. |
τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλάverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pensavo di vederci doppio ma erano soltanto i miei occhiali appannati. Quelli sono gemelli? Ho creduto di vedere doppio! |
βλέπω με άλλο μάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω το φως της ημέραςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: realizzarsi) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tuo progetto è così scarso che non vedrà mai la luce. |
φροντίζω να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il meccanico ha detto che vedrà quello che si può fare per riparare la mia auto. |
βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτιαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ci avrei mai creduto se non lo avessi visto con i miei occhi. |
δείχνω το δρόμοverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non ci ero mai stato prima così Anthony mi ha mostrato la strada. |
διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non riusciva a vedere la differenza tra le gemelle identiche.
Non vedo la differenza tra i piani economici dei candidati. Δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των ομοζυγωτικών διδύμων. Δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ των οικονομικών σχεδίων των υποψηφίων. |
βλέπω κπ για τελευταία φοράverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φαίνομαι καλάverbo transitivo o transitivo pronominale |
δεν αφορώ κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σταμάτα να παρακολουθείς κρυφά τη συζήτησή μας! Δεν σε αφορά! |
έχω την ίδια άποψη(figurato: essere d'accordo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non sempre vediamo le cose allo stesso modo. Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη. |
ανυπομονώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (για κτ, να γίνει κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non vedo l'ora che finisca questa giornata. |
μαλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: punire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πάω κινηματογράφοverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω μούτραverbo intransitivo (figurato, colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sei stato di una villania spaventosa: dovresti andare a nasconderti! |
βλέπε παρακάτωverbo (riferimento testuale) |
βλέπω μέσα από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Riesco a vedere attraverso le tue tende! Forse è il caso di prendere delle tende più spesse, non credi? Βλέπω μέσα από τις κουρτίνες σου! Μήπως να πάρεις πιο χοντρές; |
επιδεικνύω, δείχνω τον τρόποverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδεικνύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ostentare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι στη στενή(figurato, informale: prigione) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È al fresco per frode. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: vedere oltre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli insegnanti disapprovano gli studenti che arrivano in ritardo a lezione. La direzione disapprova che gli impiegati socializzino davanti al distributore dell'acqua. |
έτοιμος να ξεκινήσω(fare [qlcs]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutti i membri del gruppo erano entusiasti del nuovo progetto e non vedevano l'ora di iniziare. |
ίση αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χρώματος, ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως χρώματος(senza pregiudizi razziali) (έλλειψη ρατσισμού) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω τα στραβά μάτια(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il giudice guarda dall'altra parte quando qualcuno del suo staff commette un reato minore. |
πραγματοποιούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: realizzarsi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pensavo che il tuo viaggio intorno al mondo non avrebbe mai visto la luce. |
δείχνω το δρόμοverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il facchino ha indicato a Lucy la strada per la sua stanza. |
βλέπω με δυσκολίαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Intravedevamo appena la casa in mezzo all'intrico di rami. |
κάνε πως δεν βλέπεις, αγνόησεverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: ignorare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La maggior parte delle famiglie fanno finta di non vedere che sono responsabili del fallimento dei propri figli. |
αποδοκιμάζω(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I ristoranti di lusso non vedono di buon occhio clienti in pantaloncini e scarpe da tennis. |
δείχνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mostrò la collezione di cartoline ai suoi ospiti. Έδειξε τη συλλογή των καρτ ποστάλ του στους επισκέπτες. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vedrai στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του vedrai
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.