Τι σημαίνει το self στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης self στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του self στο Αγγλικά.

Η λέξη self στο Αγγλικά σημαίνει εαυτός, εαυτός, αυτο-, εαυτός, συγκροτημένος, οικονομική αυτάρκεια, εσωτερικός εαυτός, ανασφάλεια, χάνω την αυτοπεποίθηση μου, ο εαυτός μου, αυτοταπείνωση, εγωιστής, εγωκεντρισμός, αυτοαπορρόφηση, αυτοτραυµατισµός, αυνανισμός, αυτόματος, φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη, αυτοκόλλητος, αυτοπροώθηση, αυτοπροώθηση, αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση, προφανής, ολοφάνερος, αυτοανακηρυχθείς, αυτοσυναρμολογούμενος, αυτοσυναρμολόγηση, αυτοπεποίθηση, με αυτοπεποίθηση, αυτοαξιολόγηση, αυτοπεραίωση, αυτοπεποίθηση, που έχει αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση, αυτοέλεγχος, που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση, αυτεπίγνωση, αυτοπεποίθηση, παραμονή σε κατάλυμα όπου δεν προσφέρονται γεύματα, με αυτονομία σίτισης, εγωκεντρικός, προσωπική αιτιολόγηση, ίδια δικαιολόγηση, που καθαρίζεται αυτόματα, που κλείνει αυτόματα, μονόχρωμος, αυτοέλεγχος, υπεροψία, αλαζονεία, που ομολογεί μόνος του, που παραδέχεται μόνος του, αυτοπεποίθηση, που έχει αυτοπεποίθηση, αυταρέσκεια, αμήχανος, αμήχανα, ντροπαλά, συνειδητά, σκόπιμα, αμηχανία, αυτογνωσία, αυτόνομος, κλειστός, εσωστρεφής, αυτοτελής, εσωτερική αντίφαση, αυτοαναιρούμενος, αυτοέλεγχος, με αυτοέλεγχο, που έχει αυτοέλεγχο, αυτοδιορθωτικός, με αυτοκριτική, αυτοκριτική, αυταπάτη, αυτοδηλούμενος, αυτοκαταστροφικός, άμυνα, αυτοάμυνα, νόμιμη άμυνα, αυταπάτη, αυταπάρνηση, που υποτιμά τον εαυτό του, αυτοαποκαλούμενος, αυτοκαταστρέφομαι, αυτοκαταστρέφομαι, αυτοκαταστροφή, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, τάση αυτοκαταστροφής, αυτοκαταστροφικός, αυτοδιάθεση, αυτοδιάθεση, αυτοκαθοριζόμενος, κάνω αυτοδιάγνωση, κάνω αυτοδιάγνωση για κτ, την οποία έχω διαγνώσει μόνος μου, που έχει κάνει αυτοδιάγνωση, αυτοδιάθεση, αυθόρμητη αποφόρτιση, αυτοπειθαρχία, αυτοπειθαρχία, πειθαρχημένος, αυτοαποκάλυψη, ταξίδι αυτογνωσίας, αυτοαμφισβήτηση, χωρίς οδηγό, με δικό μου αυτοκίνητο, αυτοπαρακινούμενος, αυτοκινούμενος, χωρίς οδηγό, αυτοκίνητο χωρίς οδηγό, αυτοδίδακτος, διακριτικός, αφανής, αυτοαποτελεσµατικότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης self

εαυτός

noun (individuality, identity) (ταυτότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's back to her old self again.
Είναι πάλι ο παλιός εαυτός της.

εαυτός

noun (true nature)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He showed his true self by that act of courage.
Έδειξε τον πραγματικό του εαυτό με αυτήν τη γενναία πράξη.

αυτο-

prefix (independent, automatic)

The virus is self-limiting and needs no treatment.

εαυτός

noun (personal interest or advantage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Most religions require some sacrifice of self.
Οι περισσότερες θρησκείες απαιτούν κάποιου είδους θυσία του εαυτού μας.

συγκροτημένος

adjective (person: calm)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Even in stressful situations, Cameron is composed.
Ακόμη και σε αγχωτικές καταστάσεις, ο Κάμερον είναι συγκροτημένος.

οικονομική αυτάρκεια

noun (nation, community: can support self)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εσωτερικός εαυτός

noun (spiritual and emotional part of [sb])

Meditation can help you find your inner self.

ανασφάλεια

noun (insecurity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His lack of self-confidence held him back in his relationships with women.
Η ανασφάλειά του στάθηκε εμπόδιο στις σχέσεις του με τις γυναίκες.

χάνω την αυτοπεποίθηση μου

verbal expression (become less confident)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't lose your self-assurance because of one mistake.

ο εαυτός μου

pronoun (dated (your inner nature)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Travel and meditation have long been considered good ways to find one's self.

αυτοταπείνωση

noun (degradation of yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγωιστής

adjective (selfish, narcissistic)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
You're so self-absorbed; try thinking of someone besides yourself for a change!

εγωκεντρισμός

noun (preoccupation with yourself)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Michael's self-absorption is typical of boys his age; he has no idea what's going on in the world.

αυτοαπορρόφηση

noun (physics: process) (φυσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοτραυµατισµός

noun (harming yourself)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυνανισμός

noun (euphemism (masturbation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτόματος

adjective (acting by itself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φάκελος με τυπωμένο τον παραλήπτη και πληρωμένα τα τέλη

noun (envelope addressed to self)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτοκόλλητος

adjective (label, tape: sticks by itself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοπροώθηση

noun (empowerment of disabled people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπροώθηση

noun (promoting oneself aggressively)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση

noun (evaluating yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προφανής, ολοφάνερος

adjective (evident by itself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοανακηρυχθείς

adjective (without agreement of others)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

αυτοσυναρμολογούμενος

adjective (chiefly UK (to be assembled by buyer)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοσυναρμολόγηση

noun (biology, chemistry: spontaneous ordering) (βιολογία, χημεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπεποίθηση

noun (confident expression of opinions) (θετικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με αυτοπεποίθηση

adjective (expressing one's views) (θετικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοαξιολόγηση

noun (evaluation of oneself on one's own behalf)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπεραίωση

noun (UK (calculating own tax bill) (φορολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοπεποίθηση

noun (confidence in yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που έχει αυτοπεποίθηση

adjective (confident)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπεποίθηση

noun (confidence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοέλεγχος

noun (evaluation done on one's own behalf)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση

adjective (conscious of one's qualities and flaws) (πιο επιστημονικός όρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτεπίγνωση

noun (understanding of yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Self-awareness and meditation are central to Buddhism.

αυτοπεποίθηση

noun (confidence in yourself)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παραμονή σε κατάλυμα όπου δεν προσφέρονται γεύματα

noun (holiday accommodation not including meals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jose booked his family into a self-catering.

με αυτονομία σίτισης

adjective (holiday accommodation: not including meals) (διατροφή σε καταλύματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary didn't like all-inclusive hotels, so she booked a self-catering motel down by the beach.

εγωκεντρικός

adjective (concerned only with yourself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm so tired of your self-centered behavior!
Έχω κουραστεί από την εγωκεντρική συμπεριφορά σου!

προσωπική αιτιολόγηση, ίδια δικαιολόγηση

noun (statement of sick leave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που καθαρίζεται αυτόματα

adjective (automatically cleans itself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που κλείνει αυτόματα

adjective (can close by itself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μονόχρωμος

adjective (of uniform colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Keith keeps and races self-coloured pigeons.

αυτοέλεγχος

noun (calmness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπεροψία, αλαζονεία

noun (arrogance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που ομολογεί μόνος του, που παραδέχεται μόνος του

adjective (admitted by self)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπεποίθηση

noun (assurance in own qualities)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On stage the band's lead singer was full of self-confidence.
Επάνω στη σκηνή ο τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση.

που έχει αυτοπεποίθηση

adjective (assured)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice isn't self-confident enough to ask for a promotion.

αυταρέσκεια

noun (smugness, being pleased with yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμήχανος

adjective (embarrassed, too self-aware)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Knowing that everyone was watching made me feel very self-conscious.

αμήχανα, ντροπαλά

adverb (bashfully, nervously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνειδητά, σκόπιμα

adverb (by design, with awareness)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The novel is written in a self-consciously literary style.

αμηχανία

noun (embarrassment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Self-consciousness is normal among teenagers, especially if they move to a new school.

αυτογνωσία

noun (philosophy: awareness of self)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The philosopher wrote extensively about self-consciousness.

αυτόνομος

adjective (independent, separate and complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All of our accommodation is fully self-contained.

κλειστός, εσωστρεφής

adjective (person: unsociable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My father was a quiet, shy, self-contained man.

αυτοτελής

adjective ([sth]: operating without outside support)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The self-contained ecosystem around the reef is vulnerable to climate change.

εσωτερική αντίφαση

noun (internal inconsistency)

αυτοαναιρούμενος

adjective (statement, behaviour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοέλεγχος

noun (restraint, discipline)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Please try to exercise a little bit of self-control today; this is a very important meeting.

με αυτοέλεγχο, που έχει αυτοέλεγχο

adjective (exercising moderation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοδιορθωτικός

adjective (fixes itself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με αυτοκριτική

adjective (judgmental of oneself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκριτική

noun (critiquing yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυταπάτη

noun (fooling yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοδηλούμενος

adjective (proclaiming oneself to be)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αυτοκαταστροφικός

adjective (causing problems for oneself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You'll never get anywhere with a self-defeating attitude like that!

άμυνα

noun (justifying yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοάμυνα

noun (skill: fending off attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόμιμη άμυνα

noun (law: protecting self and family)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυταπάτη

noun (believing [sth] false)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυταπάρνηση

noun (unselfishness, self-sacrifice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που υποτιμά τον εαυτό του

adjective (critical of oneself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοαποκαλούμενος

adjective (considering yourself as)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αυτοκαταστρέφομαι

intransitive verb (object: destroy itself) (για αντικείμενα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αυτοκαταστρέφομαι

intransitive verb (figurative (person: treat yourself abusively) (για ανθρώπους)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αυτοκαταστροφή

noun (automatic destroy mechanism)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, τάση αυτοκαταστροφής

noun (self-hating behaviour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The rebellious teenager seemed bent on self-destruction.

αυτοκαταστροφικός

adjective (harming oneself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοδιάθεση

noun (person: controlling own life)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοδιάθεση

noun (country: governing itself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοκαθοριζόμενος

adjective (without outside influence)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κάνω αυτοδιάγνωση

intransitive verb (make diagnosis)

κάνω αυτοδιάγνωση για κτ

transitive verb (identify an illness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την οποία έχω διαγνώσει μόνος μου

adjective (illness: diagnosed by yourself)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει κάνει αυτοδιάγνωση

adjective (person: diagnosing self as)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοδιάθεση

noun (determination and independence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυθόρμητη αποφόρτιση

noun (gradual decrease in battery charge) (ηλεκτρολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτοπειθαρχία

noun (control of yourself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Showing incredible self-discipline, Irene refused the chocolate cake.

αυτοπειθαρχία

noun (dedication, training)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need a lot of self-discipline to be a top athlete.

πειθαρχημένος

adjective (careful, controlled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αυτοαποκάλυψη

noun (sharing information about oneself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταξίδι αυτογνωσίας

noun (process of understanding oneself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Adolescence is generally a time of self-discovery.

αυτοαμφισβήτηση

noun (low self-confidence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωρίς οδηγό

adjective (UK (rented vehicle: driven by the renter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με δικό μου αυτοκίνητο

adjective (UK (vacation: driving your own car)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπαρακινούμενος

adjective (self-motivated)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The job requires a self-driven person.

αυτοκινούμενος

adjective (with own power source)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The farmer uses a self-driven machine to harvest the crops.

χωρίς οδηγό

adjective (vehicle: fully automated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκίνητο χωρίς οδηγό

noun (autonomous vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτοδίδακτος

adjective (having taught oneself)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διακριτικός, αφανής

adjective (making self inconspicuous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The self-effacing man always tried to avoid being the center of attention.

αυτοαποτελεσµατικότητα

noun (belief in own capabilities)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του self στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του self

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.