Τι σημαίνει το trimmed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trimmed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trimmed στο Αγγλικά.

Η λέξη trimmed στο Αγγλικά σημαίνει κουρεμένος, συντομευμένος, συντετμημένος, κόβω, κουρεύω, κλαδεύω, κόβω, κόψιμο, τακτοποιημένος, αδύνατος, λεπτός, αντιστάθμιση, επένδυση, κορνίζα, διαγωγή, μειώνω, περικόπτω, συντομεύω, κόβω, στολίζω, διακοσμώ, κλαδεμένος, συντομευμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trimmed

κουρεμένος

adjective (hair, plant: cut) (μαλλιά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
When he was finished the barber swept the trimmed hair off the floor.

συντομευμένος, συντετμημένος

adjective (figurative (text: made shorter)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This trimmed paragraph is much more effective than the original.

κόβω, κουρεύω

transitive verb (cut: hair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hairdresser trimmed John's hair.
Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον.

κλαδεύω

transitive verb (plant, grass: cut)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie trimmed the hedge to make it look neat.
Η Μέλανι κλάδεψε τον φράκτη με τους θάμνους για να τον κάνει να φαίνεται περιποιημένος.

κόβω

transitive verb (cut: a beard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry trims his beard regularly.
Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του.

κόψιμο

noun (hair, beard: cut)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My hair's getting a bit long; it needs a trim.
Τα μαλλιά μου έχουν παραμακρύνει· χρειάζονται κούρεμα.

τακτοποιημένος

adjective (neat, tidy)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The lawns in this neighborhood are all kept trim.

αδύνατος, λεπτός

adjective (person: slim)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harriet is a trim woman, probably because she eats healthily and does a lot of exercise.
Η Χάριετ είναι μια λεπτή γυναίκα, μάλλον επειδή τρώει υγιεινά και γυμνάζεται πολύ.

αντιστάθμιση

noun (plane: angle between axes) (αεροναυπηγική: ρύθμιση πηδαλίων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pilot adjusted the trim, then put the plane on autopilot.
Ο πιλότος ρύθμισε το σύστημα αντιστάθμισης και έθεσε το αεροπλάνο στον αυτόματο πιλότο.

επένδυση

noun (car: interior decor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When you buy a new car, you can usually choose the trim.

κορνίζα

noun (decorative mouldings) (αρχιτεκτονική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The house still had the original doors, windows, and trim.

διαγωγή

noun (direction of ship's sails) (ιστιοπλοΐα: θέση σκάφους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The crew adjusted the trim to take full advantage of the wind.
Το πλήρωμα ρύθμισε τη διαγωγή του πλοίου, για να εκμεταλλευτεί, πλήρως, τη διεύθυνση του ανέμου.

μειώνω, περικόπτω

transitive verb (cut, reduce size)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This department will have to trim its budget next year.

συντομεύω

transitive verb (figurative (edit, cut)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is a good essay, but it's too long; could you trim it a bit?

κόβω

transitive verb (cut to shape or size)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dressmaker trimmed the material to fit the pattern. The carpenter trimmed the boards to size.

στολίζω, διακοσμώ

(decorate) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The family trimmed the Christmas tree with tinsel and baubles.

κλαδεμένος

adjective (cut back) (φυτά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The trimmed-down bushes looked much neater than they had before.

συντομευμένος

adjective (figurative (text: made shorter)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The editor sent a copy of the trimmed-down text to the author.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trimmed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trimmed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.