Τι σημαίνει το tight στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tight στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tight στο Αγγλικά.

Η λέξη tight στο Αγγλικά σημαίνει στενός, εφαρμοστός, σφιχτός, τεντωμένος, στεγανός, δεμένος, τελείως, εντελώς, καλσόν, κολάν, δύσκολος, αυστηρός, δεμένος, δύσκολος, σχιφτός, στουπί, φέσι, τσίμα τσίμα, αεροστεγής, ακλόνητος, κρατάω γερά, αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά, κρατάω γερά, κρατιέμαι, κρατάω γερά, στριμωγμένος, με σφιγμένα τα λουριά, στριμώχνω, περιμένω, Καλόν ύπνο!, οικονομική στενότητα, κλειστή στροφή, tight end, μίζερος, τσιγκούνης, πολύ μικρός, πολύ στενός, στιβαρή επιχείρηση, εφαρμοστός, καλά ενωμένος, πολύ δεμένος, αμίλητος, εργάζομαι με πιεστική προθεσμία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tight

στενός, εφαρμοστός

adjective (close-fitting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She looked good in her tight jeans.
Της πήγαινε πολύ το στενό (or: εφαρμοστό) τζιν.

σφιχτός

adjective (secure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Make sure the knot is really tight.
Βεβαιώσου πως ο κόμπος θα είναι πολύ σφιχτός.

τεντωμένος

adjective (without slack)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The cord is so tight that it doesn't move when you pull it.
Ο σπάγκος είναι τόσο τεντωμένος που ούτε καν κινείται όταν τον τραβάς.

στεγανός

adjective (allowing no leakage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The joint needs to be tight so the pipe doesn't leak.
Ο σύνδεσμος πρέπει να είναι στεγανός για να μην στάζει ο σωλήνας.

δεμένος

adjective (figurative (concise in style)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The short story had tight, precise sentences.
Το σύντομο διήγημα είχε δεμένες, ακριβείς προτάσεις.

τελείως, εντελώς

adverb (closely packed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The trunk was packed tight for the trip.
Το πορτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο μέχρι τα μπούνια για το ταξίδι.

καλσόν

plural noun (women's pantyhose)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
It was a bit chilly, so Linda put on a pair of tights under her skirt.
Έκανε λίγο κρύο και έτσι η Λίντα φόρεσε ένα καλσόν κάτω από τη φούστα της.

κολάν

plural noun (skintight legwear)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The footman wore tights below his breeches.
Ο υπηρέτης φορούσε κολάν κάτω από το παντελόνι του.

δύσκολος

adjective (figurative (situation: difficult)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a tight situation with both of Dan's customers there at the same time.

αυστηρός

adjective (high level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The dictator had tight control over his military.

δεμένος

adjective (figurative, slang (friends: close)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
We were really tight in high school.

δύσκολος

adjective (conditions: difficult)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The job market is tight right now. You will be lucky to find something.

σχιφτός

adjective (figurative, slang (stingy, miserly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The millionaire was so tight with his money that he didn't have a nice stereo.

στουπί, φέσι

adjective (slang, dated (drunk) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The businessmen went to the bar to get tight.

τσίμα τσίμα

adjective (time: restricted) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My client wants this job finished by Friday; it's going to be tight, but I think I can manage it.

αεροστεγής

adjective (completely sealed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The samples should be stored in an airtight container.

ακλόνητος

adjective (figurative (alibi: secure) (άλλοθι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρατάω γερά

(grasp firmly) (κυριολεκτικά)

The woman held her bag tight as she hurried along the dark street.

αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά

(hug)

Tim held his girlfriend tight, before saying goodbye.

κρατάω γερά

(figurative (persist, wait) (μεταφορικά)

I'll be back in one moment - hold tight. Hold tight, I will be there soon.

κρατιέμαι

(brace yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Hold tight," shouted the ride operator as the rollercoaster began to move.

κρατάω γερά

(figurative (prepare yourself) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hold tight, the next few months could prove to be a bumpy ride!

στριμωγμένος

expression (informal (in difficult situation) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Stan usually turns to Larry for help when he is in a tight spot.

με σφιγμένα τα λουριά

adverb (figurative, informal (under strict control) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Since the teenager got in trouble, his parents keep him on a tight leash.

στριμώχνω

verbal expression (informal (make situation difficult) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob's gambling debts have put him in a tight spot financially.

περιμένω

verbal expression (wait for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Καλόν ύπνο!

interjection (Sleep well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικονομική στενότητα

noun (limited spending allowance)

κλειστή στροφή

noun (narrow or strongly-angled bend)

tight end

(football) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μίζερος, τσιγκούνης

adjective (figurative, pejorative, informal (stingy, miserly) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ μικρός

noun (clothing: small)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This dress is still a tight fit, I'm afraid.

πολύ στενός

noun (joint: no extra space)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The plumber managed to connect the pipes, but it was a tight fit.

στιβαρή επιχείρηση

noun (figurative (efficient operation)

εφαρμοστός

adjective (clothing: snug, fitting closely)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Melissa wears tight-fitting clothes hoping to attract attention.

καλά ενωμένος

adjective (snugly-joined)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A skilled carpenter makes joints so tight fitting that they're invisible.

πολύ δεμένος

adjective (close relationship)

The village is a tight-knit community.

αμίλητος

adjective (figurative (refusing to speak)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εργάζομαι με πιεστική προθεσμία

verbal expression (aim to finish task in short time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tight στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tight

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.