Τι σημαίνει το tied στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tied στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tied στο Αγγλικά.

Η λέξη tied στο Αγγλικά σημαίνει δένω, δένω, δένω, δένω, έρχομαι ισοπαλία, ισοφαρίζω, γραβάτα, ισοπαλία, δένω, δέσιμο, δεσμός, ράβδος, σύνδεση, σύζευξη, στρωτήρας, δετό παπούτσι, δένω, κάνω, είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος, είμαι δεμένος, συνδέομαι, είμαι συνδεδεμένος, είμαι ισάξιος, έχω δεσμούς, έχω σχέσεις, συνάδει, συνάδει με κτ, συνδέω, ταιριάζω, ταιριάζω με κτ, ξεκινώ να κάνω κτ, ταιριάζω, αντιστοιχώ, συμφωνώ, ταιριάζω, δένω, ασφαλίζω, απασχολώ, καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω, σμόκιν, του σμόκιν, που απαιτεί επίσημο ένδυμα, κόσμημα σε στυλ γραβάτας, παπιγιόν, επίσημος, επίσημος, που απαιτεί επίσημο ένδυμα, δένω χειροπόδαρα, δένω τα χέρια, παντρεύομαι, γραβάτα, στρωτήρας σιδηροδρόμων, μεταξωτή γραβάτα, φέρνω ισοπαλία, δένω, καρφίτσα γραβάτας, δένω, ασφαλίζω, περιορίζω, συνδέω κτ με κτ, συμπίπτω, συνδετήρια ράβδος, κατευθυντήρια ράβδος, παντρεύομαι, μποτιλιάρισμα, τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, tie-dye, δετοβαμένος, σχετικό προϊόν, σχετικό είδος, σχετικό θέμα, ταί μπρέικ, συρματάκι δεσίματος, φράκο, λευκό παπιγιόν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tied

δένω

(attach using string, rope) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tied the horse to the post.
Έδεσε το άλογο στον πάσσαλο.

δένω

(attach using string, rope) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tied the package with string.
Έδεσε το πακέτο με σπάγκο.

δένω

transitive verb (make: a knot)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She tied string round the giftbox.
Έδεσε τον σπάγκο γύρω από το δώρο.

δένω

transitive verb (shoelaces: fasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The runner tied her shoelaces tightly before starting her jog.
Η δρομέας έδεσε σφιχτά τα κορδόνια της πριν αρχίσει το τρέξιμο.

έρχομαι ισοπαλία

intransitive verb (sport: be even)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two teams tied for first place.
Οι δύο ομάδες ήρθαν ισοπαλία.

ισοφαρίζω

transitive verb (make the score even)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They tied the game with the last score.
Ισοφάρισαν με το τελευταίο γκολ.

γραβάτα

noun (mainly UK (necktie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He wore a blue tie to go with his white shirt.
Φόρεσε μπλε γραβάτα για να ταιριάζει με το άσπρο του πουκάμισο.

ισοπαλία

noun (sport, game: draw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Neither team was happy with the 2-2 tie.
Καμία ομάδα δεν ήταν ικανοποιημένη με την ισοπαλία 2-2.

δένω

(attach with string, rope)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James put the luggage on the roof rack and tied it on securely.

δέσιμο

noun (string, etc., for attaching things)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tie came loose and the bag dropped.

δεσμός

noun (figurative (bond)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He stays in Ohio because of his family ties.

ράβδος

noun (rod)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The metal tie helped hold the structure together.

σύνδεση, σύζευξη

noun (music: line connecting notes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To elongate the last note of the measure, there is a tie to the following half note.

στρωτήρας

noun (US (railroad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Railroad ties support the steel tracks.

δετό παπούτσι

noun (US (shoe)

Do you prefer a tie or a loafer?

δένω, κάνω

transitive verb (make a knot in) (κόμπο σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tied a knot in his scarf.

είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος

transitive verb (mainly US (match in sports) (ικανότητες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Canadian team tied the French.

είμαι δεμένος

transitive verb (figurative, often passive (restrict) (μτφ, παθ: σε κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He is tied to the job by the golden handcuffs in his contract.

συνδέομαι

transitive verb (extend sound of: note)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The C is tied over the bar for half a beat.

είμαι συνδεδεμένος

transitive verb (often passive (connect: musical notes)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The quarter note and the eighth note were tied.

είμαι ισάξιος

transitive verb (be equal) (όσον αφορά τα χαρακτηριστικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
With one day to go until the final vote, the two candidates were tied.

έχω δεσμούς, έχω σχέσεις

(figurative, often passive (connect, link)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician had to resign because it was discovered that he was tied to the mafia.

συνάδει

phrasal verb, intransitive (be consistent)

James said they'd got home at 2 am and Paul said the same, so that ties in.

συνάδει με κτ

(be consistent with)

This pottery fragment is 500 years old, which ties in with what archaeologists believe about the age of the settlement.

συνδέω

phrasal verb, transitive, separable (connect with [sth]) (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is a great idea, but it doesn't seem to fit with the rest of the novel. I'm not sure we can tie it in.

ταιριάζω

phrasal verb, intransitive (occur at coordinated time)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our train gets in at 19:00 and the concert starts at 19:30, so that ties in.

ταιριάζω με κτ

(occur at coordinated time with)

You want to meet for lunch? We'll be in town at midday anyway, so yes, that ties in with our plans.

ξεκινώ να κάνω κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (US, figurative, informal (get started on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταιριάζω, αντιστοιχώ

phrasal verb, transitive, separable (slang (accounting: match) (λογιστική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you tie out the client's financial statements with his accounts receivable ledger?

συμφωνώ, ταιριάζω

phrasal verb, intransitive (slang (accounting: tally) (λογιστική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
These numbers don't tie out.

δένω, ασφαλίζω

phrasal verb, transitive, separable (fasten or secure with rope)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απασχολώ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (keep occupied)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλήγω, τελειώνω, συμπεραίνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (end, bring to a conclusion) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The writer struggled to tie up his complex story.

σμόκιν

noun (men's formal evening wear)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The men had to wear black tie for the company's Christmas dinner.

του σμόκιν

noun as adjective (of men's formal evening wear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James looked suave in his black tie outfit.

που απαιτεί επίσημο ένδυμα

noun as adjective (event: requiring men's formal wear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόσμημα σε στυλ γραβάτας

(necktie)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παπιγιόν

noun (bow-shaped necktie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alan was wearing a bow tie.
Ο Άλαν φορούσε παπιγιόν.

επίσημος

noun as adjective (dinner, etc.: formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's been invited to a bow-tie dinner.
Τον προσκάλεσαν σε ένα επίσημο δείπνο.

επίσημος

adjective (dress: formal) (ρούχο, ένδυμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που απαιτεί επίσημο ένδυμα

adjective (event: requiring formal dress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our Sixth Form Prom was a collar and tie event.

δένω χειροπόδαρα

transitive verb (tie feet together) (ζώο ή σαν ζώο)

δένω τα χέρια

transitive verb (figurative (impede, thwart: [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παντρεύομαι

verbal expression (figurative (get married)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom and Rachel tied the knot at the church last night.

γραβάτα

noun (US (tie worn around the neck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I won't work in an office that requires me to wear a necktie.

στρωτήρας σιδηροδρόμων

noun (US (railway track: sleeper, block supporting track)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μεταξωτή γραβάτα

noun (men's neck garment made of silk fabric)

φέρνω ισοπαλία

(sport: score another draw)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δένω

(hair: pull back, attach)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The volleyball player tied back her long hair so it would not get into her eyes during the tournament.

καρφίτσα γραβάτας

noun (clasp for securing a necktie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I got him an elegant gold tie clip for his birthday.

δένω, ασφαλίζω

(fasten with rope)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω

(figurative (restrain, restrict [sb]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω κτ με κτ

verbal expression (connect [sth] with [sth])

Detectives are trying to tie in the witness accounts and CCTV footage with what they suspect happened.

συμπίπτω

verbal expression (coordinate timing of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The publishers want to tie in the book launch for the famous poet's biography with the centenary of his death.

συνδετήρια ράβδος

noun (building: structural tie)

κατευθυντήρια ράβδος

noun (cars: part of steering system)

παντρεύομαι

verbal expression (figurative, informal (get married)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When is your sister going to tie the knot?

μποτιλιάρισμα

noun (US (traffic hold-up)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τακτοποιώ τις εκκρεμότητες

verbal expression (figurative (resolve a situation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

tie-dye

noun (technique of coloured patterns on fabric)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I love tie-dye; it's so fun and colorful.

δετοβαμένος

noun as adjective (relating to tie-dying fabric)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I have a lot of tie-dye shirts that I love to wear to school.

σχετικό προϊόν, σχετικό είδος

noun (product connected to film, book, etc.)

σχετικό θέμα

noun (connected matter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταί μπρέικ

noun (sports, game: [sth] that resolves a draw) (αθλήματα: σε ισοπαλία)

συρματάκι δεσίματος

(short wire)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φράκο

noun (men's formal dress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'll be wearing white tie to the mayor's ball.

λευκό παπιγιόν

noun (men's bow tie)

Ron was wearing a white tie with his tux.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tied στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tied

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.