Τι σημαίνει το the στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης the στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του the στο Αγγλικά.
Η λέξη the στο Αγγλικά σημαίνει ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, οι, ο ιδανικός, ο καλύτερος, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, σόι πάει το βασίλειο, σταγόνα στον ωκεανό, ασήμαντος, αδιάφορος, σταγόνα στον ωκεανό, σταγόνα στον ωκεανό, έξοδος, συμμετοχή, ανάμιξη, παρελθόν, συμβουλή, Ερασιτεχνικός Αθλητικός Όμιλος, Αυστραλιανή Αυτοκινητιστική Ένωση, οι αρτιμελείς, τα παραπάνω, υπερβάλλων ζήλος, υπεράνω του νόμου, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, μαζικός, καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούς, Αβρααμικές θρησκείες, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, απορροφώ κραδασμούς, παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδα, περιορίζω οικονομική επιβάρυνση, το παράλογο, αναλαμβάνω την ευθύνη, σύμφωνα με την συμφωνία, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, κυριολεκτικά, σύμφωνα με τους κανονισμούς, άσσος στο μανίκι, άσσος στο μανίκι, ο αθωωμένος, γενικής εμβέλειας, σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη, παγκόσμιος, γενικός, κοινός, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, Πράξεις των Αποστόλων, ρίχνω λάδι στην φωτιά, Αδριατική, Αδριατική θάλασσα, ερχομός, νησιά του Αιγαίου, Αιγαίο Πέλαγος, ερωτικός δεσμός, φοβάμαι το σκοτάδι, ύστερα, έπειτα, μετά, επιπρόσθετος, με αντίπαλο τον χρόνο, ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερού, αντίθετα, κόντρα στο ρεύμα, ενάντιος στον νόμο, παράνομος, ενάντια στον νόμο, παράνομα, οι ηλικιωμένοι, πρωτοποριακός, πρωτοποριακός για την εποχή του, που είναι πιο μπροστά, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, κυρίαρχος του παιχνιδιού, Πολεμική Αεροπορία, Πολεμική Αεροπορία, οι Αλγκονκίνοι, άνω-κάτω, παντού, παντού, ταξιδεύω, σ' όλο τον κόσμο, παντού, με εκτίμηση, ό,τι καλύτερο, τόσο το καλύτερο, ανέσεις, ευκολίες, το υπόλοιπο της ζωής σου, ακόμα περισσότερο, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, δημοφιλής, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώς, όσο χρόνο χρειαστεί, ολόκληρη την απόσταση, με τα χίλια, εντελώς μέσα, σε όλη την διαδρομή, ολόκληρη την απόσταση, μεγάλη απόσταση, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, όλο το χρόνο, οι Σύμμαχοι, οι Συμμαχικές Δυνάμεις, ο Παντοδύναμος, ο πλούτος, κατά μήκος, του ίδιου είδους, κατά μήκος, στη διαδρομή, στη διαδρομή, στη πορεία, οι Άλπεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης the
ο, η, τοdefinite article (before a noun) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) The boy went for a walk. Το αγόρι πήγε μια βόλτα. |
ο, η, τοdefinite article (before a proper noun) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) I am part of the Catholic Church. Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας. |
ο, η, τοdefinite article (for [sth] unique) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) The moon is shining brightly tonight. Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε. |
ο, η, τοdefinite article (with a title) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) The reporter asked the President a question. Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο. |
ο, η, τοdefinite article (with superlative) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) That was the easiest test. Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ. |
ο, η, τοdefinite article (with singular, used collectively) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Does the newspaper have a future place in society? Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας; |
ο, η, τοdefinite article (for one of many) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) The wild blueberry capital of the US is Maine. Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν. |
ο, η, τοdefinite article (turns adj into plural noun) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) I am interested in the poor. Ενδιαφέρομαι για τους φτωχούς. |
ο, η, τοdefinite article (for part of the body) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) This hat is best worn over the brow. |
ο, η, τοdefinite article (sufficient) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) When I have the money, I'll buy you a diamond. |
οιdefinite article (plural (before family name) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) The Simpsons are a famous fictional family. |
ο ιδανικός, ο καλύτεροςdefinite article (usually stressed (best, only) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Angelina is the place to go for hot chocolate in Paris. Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι. |
κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέριexpression (Don't risk what you have.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush. |
σόι πάει το βασίλειοnoun (informal, figurative (person: like parent) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He'll be a womanizer just like his father; he's a chip off the old block. |
σταγόνα στον ωκεανόnoun (US, informal, figurative (amount: trivial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The U.S. needs to redevelop passenger rail; Amtrak funding is just a drop in the bucket. Οι ΗΠΑ πρέπει να αναπτύξουν εκ νέου τους επιβατικούς σιδηρόδρομους· η χρηματοδότηση της Amtrak είναι απλώς σταγόνα στον ωκεανό. |
ασήμαντος, αδιάφοροςnoun (US, informal, figurative ([sth]: inconsequential) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σταγόνα στον ωκεανόnoun (UK, figurative, informal (amount: trivial) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The money I give to charity is a drop in the ocean compared to some people. Τα χρήματα που δίνω σε φιλανθρωπίες είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σύγκριση με κάποιους άλλους. |
σταγόνα στον ωκεανόnoun (UK, figurative, informal ([sth]: inconsequential) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έξοδοςnoun (evening at bar, party) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After I got my promotion, my friends and I went for a night out on the town to celebrate. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί ντύθηκες τόσο καλά; Ετοιμάζεσαι για έξοδο με το αγόρι σου; |
συμμετοχή, ανάμιξηnoun (informal (involvement, participation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) If I'm to help you, I want a piece of the action. |
παρελθόνnoun (informal ([sth] no longer a problem) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συμβουλήnoun (colloquial (giving warning, advice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A word to the wise: do not visit this neighborhood alone after dark. Μια συμβουλή: Μην πας μόνος σου σε αυτή την γειτονιά όταν σκοτεινιάσει. |
Ερασιτεχνικός Αθλητικός Όμιλοςnoun (UK, initialism (Amateur Athletic Association) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Αυστραλιανή Αυτοκινητιστική Ένωσηnoun (AU, initialism (Australian Automobile Association) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) My car died; do you have the number for the AAA? |
οι αρτιμελείςplural noun (not physically disabled) People with disabilities enjoy sports as much as the able-bodied do. |
τα παραπάνωnoun (preceding text) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Heavy snowfall overnight has left the road impassable. In light of the above, we have decided to close the office. |
υπερβάλλων ζήλοςexpression (more than required) (επιδεικνύω) He was honored for performing above and beyond the call of duty. |
υπεράνω του νόμουadjective (not legally accountable) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Many politicians think that they are above the law, and should not be punished for any wrongdoing. |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούςadjective (figurative (of current expenses) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαζικόςadjective (figurative (advertising: in mass media) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταχωρίσεις που δείχνουν πώς διανέμονται τα κέρδη ή οι απώλειες εταιρείας σε υπολογισμούςexpression (figurative (of current expenses) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Αβρααμικές θρησκείεςplural noun (Judaism, Christianity, Islam) |
η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπηςexpression (miss [sb] more) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απορροφώ κραδασμούςverbal expression (soften a physical impact) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Egg boxes absorb the shock of shipping so the eggs don't crack. The pile of pillows would absorb the shock from the fall. Οι αυγοθήκες απορροφούν τους κραδασμούς της μεταφοράς και έτσι τ' αυγά δεν σπάνε. |
παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδαverbal expression (figurative (take in bad news) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The telephone fell from her hand as she tried to absorb the shock of her father's death. I gave him a moment to absorb the shock from the bad news. |
περιορίζω οικονομική επιβάρυνσηverbal expression (figurative (lessen a financial burden) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My pension fund took a beating in the stock market crash, but at least I had bank certificates to absorb the shock. Το συνταξιοδοτικό μου ταμείο έπαθε μεγάλη ζημιά από το χρηματιστηριακό κραχ, αλλά τουλάχιστον είχα τα τραπεζικά ομόλογα για να περιορίσω την οικονομική επιβάρυνση. |
το παράλογοnoun (literary (existentialist theme) (συνήθως σε εκφράσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The absurd became popular in literature in the early 20th century. Ο αλογισμός έγινε δημοφιλής στη λογοτεχνία στις αρχές του 20ου αιώνα. |
αναλαμβάνω την ευθύνηverbal expression (be willing to take on duties) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She accepted the responsibility of planning the office Christmas party. |
σύμφωνα με την συμφωνίαexpression (by the terms of the agreement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to the agreement, the buyer will purchase all the product that the seller can produce. |
σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίουexpression (by the terms of the contract) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to the contract you may take three days of bereavement leave for your uncle's funeral, but only one for your nephew's. |
σύμφωνα με το γράμμα του νόμουexpression (according to law) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) These laws are no longer obeyed according to the letter. |
κυριολεκτικάexpression (word for word) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Calvin interprets the biblical text according to the letter. |
σύμφωνα με τους κανονισμούςexpression (by the rules) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) According to the rules, he had to be taken off the field. |
άσσος στο μανίκιnoun (slang, figurative (asset, trump) (καθομιλουμένη) Gloria's ace in the hole is her fantastic singing voice. |
άσσος στο μανίκιnoun (figurative, slang (hidden advantage) (καθομιλουμένη) The manager decided it was time to reveal his ace in the hole, and brought on striker Wayne Rooney. |
ο αθωωμένοςnoun (person pronounced not guilty) The acquitted left the courtroom. |
γενικής εμβέλειαςadverb (globally, universally) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γηadverb (all over the Earth) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It sure would be nice if peace broke out across the world for a change. |
παγκόσμιος, γενικός, κοινόςadjective (global, universal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Across-the-board tax increases hurt the poor far more than the rich. |
ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτtransitive verb (act to protect or help) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) An attorney will always act in the best interests of her client. Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της. |
Πράξεις των Αποστόλωνplural noun (Bible: New Testament book) (πέμπτο βιβλίο της Καινής Διαθήκης) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) For the second reading, the Lector read from the Acts of the Apostles. |
ρίχνω λάδι στην φωτιάverbal expression (figurative (exacerbate the issue) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Shouting at angry pupils is only likely to add fuel to the fire. |
Αδριατικήnoun (region) (περιοχή) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
Αδριατική θάλασσαnoun (ocean) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ερχομόςnoun (arrival) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The advent of spring always gets me excited about gardening. Η έλευση της άνοιξης πάντα με γεμίζει με ενθουσιασμό για την κηπουρική. |
νησιά του Αιγαίουnoun (Greek, Turkish islands) |
Αιγαίο Πέλαγοςnoun (part of Mediterranean Sea) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ερωτικός δεσμόςnoun (love affair, romantic involvement) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Romance novels describe affairs of the heart. |
φοβάμαι το σκοτάδιadjective (scared of darkness) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She kept a nightlight on because she was afraid of the dark. |
ύστερα, έπειτα, μετάexpression (afterwards) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He had no knowledge of the robbery until after the fact. |
επιπρόσθετοςexpression (added after concluded) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Conditions added to a contract after the fact are invalid unless both parties agree to them. |
με αντίπαλο τον χρόνοadverb (under pressure of time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It's seems as though I am always working against the clock! These deadlines are ridiculous. |
ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερούadverb (opposite the current) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She set her kayak against the flow and began to paddle upstream. |
αντίθεταadverb (against general movement) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As the crowd of lemmings moved toward the cliff, a single animal went against the flow, heading back to the tundra. |
κόντρα στο ρεύμαadverb (figurative (contrary to conventional opinion) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All my friends are going to college next year, but I'm going against the flow and attending a technical school. |
ενάντιος στον νόμο, παράνομοςadjective (illegal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Smoking marijuana is against the law. |
ενάντια στον νόμο, παράνομαadverb (illegally) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He was driving against the law as he had just guzzled down seven pints of beer. |
οι ηλικιωμένοιplural noun (elderly people) She hates being referred to as 'one of the aged'. Μισεί να την αναφέρουν ως «μια από τους ηλικιωμένους». |
πρωτοποριακόςadjective (advanced) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The company prides itself on bringing products to market that are ahead of their time. Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους. |
πρωτοποριακός για την εποχή τουadjective (enlightened) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) This diary reveals that some men in the past were ahead of the times with regard to women's rights. |
που είναι πιο μπροστάexpression (figurative (more advanced than others) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέσηexpression (informal, figurative (at an advantage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bruce was ahead of the game because he repaired the roof before the rains came. |
κυρίαρχος του παιχνιδιούexpression (informal, figurative (beating competitors) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Πολεμική Αεροπορίαnoun (US (USAF: United States Air Force) (για τις ΗΠΑ) Dan is a pilot in the Air Force. |
Πολεμική Αεροπορίαnoun (UK (RAF: Royal Air Force) (για το ΗΒ) Ian joined the Air Force as soon as he was old enough. Μόλις μεγάλωσε αρκετά, ο Ίαν κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία. |
οι Αλγκονκίνοιplural noun (native American peoples) |
άνω-κάτωexpression (figurative, informal (changeable) (καθομιλουμένη, μτφ) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) After her father died, her emotions were all over the map. Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω. |
παντούexpression (informal (in many places) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) When he looked up the nearest ATM, they came up all over the map. |
παντούexpression (informal (in many places) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) There is dust all over the place; I really need to clean house! |
ταξιδεύωexpression (figurative, informal (not focused) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I have been very distracted lately; my thoughts are all over the place. Είμαι πολύ απρόσεκτος τελευταία· το μυαλό μου είναι αλλού για αλλού. |
σ' όλο τον κόσμοexpression (in many countries) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Santa Claus is known all over the world. Ο Αη Βασίλης είναι γνωστός σ' όλο τον κόσμο. |
παντούadverb (figurative (everywhere) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Luke had searched all over the world, but there was no sign of Naomi. Ο Λουκ είχε ψάξει παντού, αλλά δεν υπήρχε πουθενά ίχνος της Ναόμι. |
με εκτίμησηexpression (written (closing: letter or email) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The letter ended, "Please let me know if I can be of any further help. All the best, Simon." |
ό,τι καλύτεροnoun (good wishes) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I wish you all the best in your new career. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο για τη νέα σου σταδιοδρομία. |
τόσο το καλύτεροexpression (enhances [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "Big eyes? All the better to see you with, my dear!" said the wolf to Little Red Riding Hood. |
ανέσεις, ευκολίεςplural noun (amenities, facilities) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The hotel room has all the comforts of home. |
το υπόλοιπο της ζωής σουexpression (for rest of your life) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακόμα περισσότεροexpression (even more) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Crying in front of her embarrassed him, but it made her love him all the more. Ντράπηκε που έκλαψε μπροστά της, αλλά αυτό την έκανε να τον αγαπήσει ακόμα περισσότερο. |
ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότεροexpression (even more so) (εμφατικός τύπος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You need a strong pair of boots if you go hiking, all the more so now that it's winter. |
δημοφιλήςexpression (very popular, in fashion) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Polka dots are all the rage this season. |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσοexpression (even so) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Max promised to change, but all the same I decided to end the relationship. Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας. |
πάντα, πάντοτε, συνέχεια, συνεχώςexpression (always) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I help people all the time. Βοηθώ συνεχώς τους άλλους. |
όσο χρόνο χρειαστείnoun (figurative (as much time as needed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολόκληρη την απόστασηexpression (the full distance) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He has just run a marathon and was barefoot all the way. Μόλις έτρεξε σε ένα μαραθώνιο και δε φορούσε παπούτσια για ολόκληρη την απόσταση. |
με τα χίλιαexpression (figurative, slang (completely) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Which football team do you support?" "Manchester United all the way!" «Τι ομάδα είσαι στο ποδόσφαιρο;» «Manchester United με τα χίλια!» |
εντελώς μέσαadverb (completely in) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) To get the card to work, you have to put it all the way in. |
σε όλη την διαδρομή(during the entire journey to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We had to listen to him snore all the way from New York to Rome. |
ολόκληρη την απόσταση(the full distance to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He sang and danced all the way to school. |
μεγάλη απόσταση(emphatic: a long way) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You want me to carry this all the way back to the house? |
εν τω μεταξύ, στο μεταξύexpression (at the same time, meanwhile) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) He said he was working hard at the university but all the while he was going to the race track. |
όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχταςexpression (throughout the night) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) All through the night we could hear the loud music from the floor above. |
όλο το χρόνοadverb (throughout the year) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I'd love to live in a climate where I could garden all year round. |
οι Σύμμαχοιplural noun (historical (WWII: anti-German alliance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Allies coordinated a large-scale invasion in Normandy. Οι Σύμμαχοι συντόνισαν μια εισβολή μεγάλης κλίμακας στη Νορμανδία. |
οι Συμμαχικές Δυνάμειςplural noun (historical (World War I: anti-German nations) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In World War I, the Allies fought against the Central Powers. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Συμμαχικές Δυνάμεις πολέμησαν κατά των Δυνάμεων του Άξονα. |
ο Παντοδύναμοςnoun (God) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Almighty brought plagues to the people of Egypt. Ο Παντοδύναμος έφερε δεινά στον λαό της Αιγύπτου. |
ο πλούτοςnoun (figurative (money) Jason's comfortable lifestyle was the result of learning to profit from the almighty dollar. |
κατά μήκοςpreposition (all along, alongside) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) She had strung miniature lights along the length of the patio for the party. Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ. |
του ίδιου είδουςexpression (similar to) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You want purple wallpaper? I was thinking more along the lines of beige. |
κατά μήκοςexpression (the length of, beside) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We built a retaining wall along the side of the terrace. |
στη διαδρομήadverb (over a route) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We're driving to the mountains, but will stop for coffee along the way. Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή. |
στη διαδρομή, στη πορείαadverb (figurative (in course of events) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Their marriage has lasted 40 years, with a lot of ups and downs along the way. Ο γάμος τους κράτησε 40 χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία. |
οι Άλπειςplural noun (European mountain range) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The mountain range known as the Alps spans eight countries. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του the στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του the
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.