Τι σημαίνει το amount στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης amount στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amount στο Αγγλικά.

Η λέξη amount στο Αγγλικά σημαίνει ποσότητα, ποσό, ανέρχομαι σε, ισοδυναμώ με, γίνομαι, ποσό, κάποιος βαθμός, ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα, οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή, ποσό προς πληρωμή, λογιστική αξία, ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό, κάποιο ποσό, μεικτό, ακαθάριστο ποσό, πολύ, μεγάλη ποσότητα, δεν πετυχαίνω τίποτα, δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα, συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, λίγο, συνολικό ποσό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης amount

ποσότητα

noun (quantity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need an equal amount of flour and sugar.
Χρειάζεσαι ίση ποσότητα αλευριού και ζάχαρης.

ποσό

noun (sum total) (χρηματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The amount on the bill was more than he expected.
Το ποσό του λογαριασμού ήταν μεγαλύτερο απ' όσο περίμενε.

ανέρχομαι σε

(total)

The bill might amount to more than you can afford.
Ο λογαριασμός ίσως ανέρχεται σε μεγαλύτερο ποσό απ' όσο μπορείς να διαθέσεις.

ισοδυναμώ με

(figurative (be the same as) (είμαι το ίδιο με)

Slander or libel, it amounts to the same thing.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα θύματα του σεισμού ανέρχονται στις πέντε χιλιάδες.

γίνομαι

(figurative (become)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
He was told he would never amount to much.

ποσό

noun (loan: principal plus interest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The amount to be repaid was more than he had expected.

κάποιος βαθμός

noun (modicum, small quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to use a certain amount of caution when using that product.
Χρειάζεται μια κάποια προσοχή κατά τη χρήση αυτού του προϊόντος.

ορισμένη ποσότητα, συγκεκριμένη ποσότητα

noun (specified quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή

noun (sum of money owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The amount due is $45.

ποσό προς πληρωμή

noun (sum that is owed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λογιστική αξία

noun (finance: book value)

ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό

noun (specific quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
However, be aware that you may only ask for urgency loans up to a certain amount.

κάποιο ποσό

noun (unspecified quantity) (αόριστο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After pouring a certain amount of sugar in the bowl she started stirring the mixture.

μεικτό, ακαθάριστο ποσό

noun (total amount before deductions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολύ, μεγάλη ποσότητα

noun (a lot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I am unable to buy a new house since I have such a large amount of debt.

δεν πετυχαίνω τίποτα

verbal expression (figurative, informal (be a failure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα

verbal expression (figurative, informal (action: be ineffective)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη

noun (nutrient: healthy amount per day)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The recommended daily value of dietary fiber is 25 to 35 grams.

σωστό ποσό, ακριβές ποσό

noun (appropriate sum of money)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Were you paid the right amount of money?
Πληρώθηκες το ακριβές ποσό;

σωστό ποσό, ακριβές ποσό

noun (correct quantity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has to have just the right amount of milk in his tea.

λίγο

noun (little bit)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You should only eat a small amount of salt per day.

συνολικό ποσό

noun (overall quantity or sum)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amount στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του amount

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.