Τι σημαίνει το supporre στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης supporre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του supporre στο Ιταλικό.
Η λέξη supporre στο Ιταλικό σημαίνει υποθέτω, εικάζω, υποθέτω, θεωρώ, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, φαντάζομαι, θεωρώ, υπολογίζω, εκτιμώ, υποθέτω, εικάζω, υποθέτω, θεωρώ, θεωρώ δεδομένο, φαντάζομαι, εικάζω, υποθέτω, πιστεύω, υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, πιστεύω, θεωρώ, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως, υποθέτω, εκτιμώ, σκέφτομαι να κάνω κτ, νομίζω, δείχνω, υποθέτω, σκέφτομαι ότι/πως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης supporre
υποθέτω, εικάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non ho una soluzione definita, ma posso supporre qualcosa. |
υποθέτω, θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry ha telefonato per dire che stava arrivando, quindi presumo che sarà qui a momenti. Ο Χάρι τηλεφώνησε για να πει ότι είναι στον δρόμο, οπότε θεωρώ ότι θα έρθει σύντομα. |
θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suppongo che lei sia il nuovo sceriffo. Visto che è ora di pranzo, immagino che Glenn sia al pub. Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ. |
φαντάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Supponiamo che Janet venga licenziata per il tuo errore: che faresti allora? Ας υποθέσουμε ότι η Τζάνετ απολύεται για το δικό σου λάθος. Τι θα κάνεις τότε; |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La politica del governo sulla privatizzazione suppone che il settore privato sia più bravo a mandare avanti le cose rispetto a quello pubblico. Η πολιτική της κυβέρνησης για ιδιωτικοποίηση θεωρεί ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι καλύτερος σε θέματα διοίκησης από τον δημόσιο τομέα. |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suppongo che ci siano cinquanta persone nella stanza. |
υποθέτω, εικάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono in molti a presumere che una cravatta indichi una posizione di autorità. Πολλοί υποθέτουν (or: εικάζουν) ότι η γραβάτα υποδεικνύει άτομο εξουσίας. |
υποθέτω, θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dato che è seduta alla scrivania del mio assistente, presumo che lei sia la dipendente a termine che lo sostituisce mentre è in ferie? Μια που κάθεσαι στο γραφείο του βοηθού μου, θεωρώ πως είσαι ο εποχιακός που θα τον αντικαταστήσει όσο είναι διακοπές; |
θεωρώ δεδομένοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La tua teoria presuppone che il tempo sia esistito all'inizio dell'universo. |
φαντάζομαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kyle si è immaginato che il suo nuovo lavoro non sarebbe stato molto duro e che avrebbe potuto fare tutto quello avrebbe voluto. Ο Κάιλ φανταζόταν πως η νέα του δουλειά δεν θα ήταν και πολύ δύσκολη και ότι απλά θα έκανε ό,τι ήθελε. |
εικάζω, υποθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore suppose che l'assassino avesse nascosto l'arma nella foresta. |
πιστεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Credo che non pioverà domani, ma non ne sono sicuro. Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. |
υποπτεύομαι, υποψιάζομαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'idraulico dice che può fare tutto il lavoro in un'ora, ma sospetto che ci vorrà più tempo. Ο υδραυλικός λέει ότι μπορεί να κάνει όλη τη δουλειά σε μια ώρα, αλλά υποψιάζομαι ότι θα πάρει παραπάνω. |
αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi pare di capire che la situazione sia grave. Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι σοβαρή. |
πιστεύω, θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Immagino che siano persone molto simpatiche. Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι. |
καταλαβαίνω, συμπεραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi pare di capire che la odi. È vero? |
νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πωςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Immagino che farei meglio a tagliarmi presto i capelli. |
υποθέτω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Immagino che voglia andare al campeggio, ma non ne sono sicuro. |
σκέφτομαι να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sto pensando di fare un viaggio in Europa dopo aver finito l'università. |
νομίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso che dovremmo prendere quella strada. Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο. |
δείχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti gli indizi fanno supporre che sia lui l'assassino dell'assassino. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι ένοχος για τον φόνο. |
υποθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suppongo che si sia perso di nuovo. Υποθέτω ότι χάθηκε πάλι. |
σκέφτομαι ότι/πωςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando non l'ho visto a scuola ho pensato che fosse a casa malato. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του supporre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του supporre
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.