Τι σημαίνει το sortez στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sortez στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sortez στο Γαλλικά.
Η λέξη sortez στο Γαλλικά σημαίνει βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω έξω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, το έξω, φεύγω, πετάγομαι, φεύγω, πετάγομαι, βγαίνω, διοχετεύομαι έξω από κτ, αποκαλύπτω, βγάζω, ξεστομίζω, βγάζω κτ έξω, βγάζω κτ ξαφνικά, βγαίνω, ξεχύνομαι, βγαίνω μαζί, αναπαράγω, πετάγομαι, βγαίνω, κυκλοφορώ, πετάω, πετώ, εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω, έξω, εκτός, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, ξεχύνομαι, εξάγω, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, διώχνω, κάνω πρεμιέρα, βγάζω κτ από κτ, βγαίνω, εξαπλώνομαι, ξεστομίζω, πλασάρω, πλασάρω, πηγάζω, ρέω, απομακρύνω κπ δια της βίας, φέρνω, εξωθούμαι, επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω, πετάγομαι, επιδεικνύω, -, πέταγμα, κοινωνικές επαφές, κοινωνικές συναναστροφές, τα έχω με κπ, τα έχω με κπ, έξω, προϊόν της φαντασίας, φεύγω από κτ, γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών, αντεπεξέρχομαι, φεύγω κρυφά, σηκώνω, ανεβάζω, στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω, έξω, ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ, τρέχω, τρομάζω, φοβίζω, ξετρυπώνω κτ/κπ από κτ, κλείνω, αποκλείω, αντέχω, βλέπομαι, βρίσκομαι, βλέπω, που μόλις κυκλοφόρησε, που έχει αποβληθεί από το παιχνίδι, αναμένεται να κυκλοφορήσει, που πήρε εξιτήριο, στα παρασκήνια, ατιμώρητος, από το πουθενά, Ελεύθεροι!, κλάμπινγκ, φλερτ, άδεια, κλάμπινγκ, εκτοπισμός, αντισυμβατικές μέθοδοι, μου διαφεύγει, βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου, είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού, σηκώνομαι από το κρεβάτι, ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω, σηκώνομαι από το κρεβάτι, τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sortez
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons réussi à sortir de l'immeuble alors qu'il prenait feu. Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sors de l'ombre et mets-toi ici dans la lumière pour que je te voie. Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνω έξωverbe intransitif T'as demandé à ta mère si tu pouvais sortir jouer ? Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις; |
βγαίνω, δημοσιεύομαι(livre, film, CD,...) (για βιβλία, ταινίες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Son nouveau roman sortira cet automne. Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο. |
βγαίνωverbe intransitif (film) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δημοσιεύομαι(nouvelle) (για γεγονότα, ειδήσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si cette affaire sort, il sera ruiné. Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί. |
βγαίνωverbe intransitif (για διασκέδαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
το έξωverbe intransitif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πετάγομαιverbe intransitif (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quelques pousses vertes sortaient du sol recouvert de neige. |
φεύγωverbe intransitif (περπατώντας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Matthieu est sorti sans répondre. |
πετάγομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je sors faire les courses, je reviens dans 10 minutes. Πετάγομαι για λίγο στα μαγαζιά, θα επιστρέψω σε 10 λεπτά. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont mis sur leur trente-et-un pour sortir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης. |
διοχετεύομαι έξω από κτverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκαλύπτωverbe transitif (Médecine : un organe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω(sa chemise d'un pantalon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεστομίζωverbe transitif (familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai trouvé ça incroyable qu'elle sorte cette remarque. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο. |
βγάζω κτ έξω
Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της. |
βγάζω κτ ξαφνικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prestidigitateur sortit un lapin de son chapeau. Ο ταχυδακτυλουργός έβγαλε ξαφνικά ένα κουνέλι από το καπέλο του. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand l'alarme a retenti, tout le monde est sorti par les issues de secours. Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου. |
ξεχύνομαιverbe intransitif (personnes) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les gens ont commencé à sortir du bâtiment. |
βγαίνω μαζίverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναπαράγωverbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les hommes politiques sortent toujours les mêmes platitudes. Ο πολιτικοί αναπαράγουν παντού τις γνωστές κοινοτοπίες. |
πετάγομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνωverbe intransitif (de la route) (από τον δρόμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κυκλοφορώverbe transitif (film) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils ont sorti le film et ont fêté sa sortie à Los Angeles. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον. |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu sortir la poubelle ? Μπορείς να πετάξεις τα σκουπίδια; |
εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζωverbe transitif (publier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έξω, εκτόςverbe intransitif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis désolé mais il est sorti quelques instants. Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό. |
πετάγομαι, βγαίνωverbe intransitif (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les yeux lui sont sortis de la tête en apprenant la nouvelle. Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της. |
βγαίνω για σεργιάνιverbe intransitif (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les trois amis décidèrent de sortir vendredi pour écouter de la musique. |
ξεχύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les portes du cinéma se sont ouvertes et les gens sont sortis sur la chaussée. |
εξάγωverbe transitif (Informatique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sortez les résultats sur l'imprimante. |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a eu un bruit dans les buissons et un hérisson en est sorti (or: en a émergé). |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω πρεμιέρα(film) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le film sortira (or: sortira au cinéma) à Noël. Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα τα Χριστούγεννα. |
βγάζω κτ από κτverbe transitif La secrétaire a sorti (or: a retiré) le dossier de l'armoire. Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι. |
βγαίνωverbe intransitif (fantôme) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les fantômes sortent (or: apparaissent) de nuit. |
εξαπλώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sang jaillissait de la blessure. |
ξεστομίζωverbe transitif (familier : dire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλασάρωverbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλασάρωverbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηγάζω, ρέω(liquide) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai ouvert le robinet et l'eau a coulé. |
απομακρύνω κπ δια της βίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un officier de police était en train d'embarquer un des manifestants. Ο αστυνόμος απομάκρυνε δια της βίας έναν από τους διαδηλωτές. |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξωθούμαι(Technique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω(une histoire, excuse, plan) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cambrioleur a foncé dans une allée en voyant la police débarquer. Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται. |
επιδεικνύω(soutenu : montrer) (παρουσιάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir caché son travail pendant des mois, il l'a finalement produit en public. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tu as enfreint les règles ; tu es éliminé ! Παραβίασες τους κανόνες. Ακυρώνεσαι! |
πέταγμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινωνικές επαφές, κοινωνικές συναναστροφές
|
τα έχω με κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Est-ce que Lola et Archie sont amis ou est-ce qu'ils sortent ensemble ? Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν; |
τα έχω με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle sort avec mon cousin. Τα έχει με τον ξάδερφό μου. |
έξω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Πάω έξω στο γκαράζ. |
προϊόν της φαντασίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φεύγω από κτ
Lucy a quitté l'entretien en sentant qu'elle avait de bonnes chances de décrocher le travail. |
γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon père s'est emporté quand je lui ai dit que j'avais eu un accident avec la voiture. |
αντεπεξέρχομαι(sortir d'un moment difficile) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vous traversez une période émotionnelle difficile, mais vous allez la surmonter. Περνάς μια δύσκολη συναισθηματικά φάση, όμως θα ανταπεξέλθεις. |
φεύγω κρυφά
|
σηκώνω, ανεβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick a soulevé Amy hors de l'eau. Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό. |
στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έστυψε και την τελευταία σταγόνα χυμού από το λεμόνι. |
έξω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Βγήκε έξω για μια βόλτα. |
ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) De l'eau jaillissait de la rupture de conduite. Νερό ανάβλυζε από τον σπασμένο σωλήνα. |
τρομάζω, φοβίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξετρυπώνω κτ/κπ από κτ(εντοπίζω, φανερώνω) |
κλείνω(Informatique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quittez Word avant d'éteindre votre ordinateur. Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας. |
αποκλείω(Sports) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En demi-finale, Manchester United a éliminé Liverpool. Στον ημιτελικό, η Μάντσεστερ έβγαλε νοκ άουτ τη Λίβερπουλ. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comment tiens-tu, avec tout ce travail ? Πως αντέχεις με όλη αυτή τη δουλειά; |
βλέπομαι, βρίσκομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) Nous nous voyons depuis trois semaines. Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες. |
βλέπω(fréquenter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il me semble que tu vois beaucoup ces garçons en ce moment. Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι; |
που μόλις κυκλοφόρησεlocution verbale (live, rapport) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il y a un livre qui vient de sortir qui couvre ce sujet en détail. Le nouveau roman de l'auteur vient de sortir en poche. Υπάρχει ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και καλύπτει αναλυτικά το θέμα. Το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε είναι χαρτόδετο. |
που έχει αποβληθεί από το παιχνίδι(Sports) (σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après trop de fautes, il s'est fait exclure du terrain. |
αναμένεται να κυκλοφορήσειverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nouvelle édition du magazine doit sortir la semaine prochaine. |
που πήρε εξιτήριοlocution adjectivale (patient,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στα παρασκήνια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'actrice resta en coulisses jusqu'à ce que le présentateur l'appelle. |
ατιμώρητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από το πουθενά(sortir) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il n'avait aucune idée du vrai coût alors il a sorti des chiffres de nulle part. |
Ελεύθεροι!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) À la fin de la classe, le professeur dit toujours « Vous pouvez sortir ». |
κλάμπινγκ(familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Avec mes copines, on va en boîte tous les week-ends. |
φλερτ(προσπάθεια προσέγγισης) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Maintenant que j'ai passé les cinquante ans, il est plus difficile de faire des rencontres amoureuses. Οι σχέσεις έχουν γίνει πιο περίπλοκες τώρα που είμαι στα πενήντα μου. |
άδειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κλάμπινγκ(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εκτοπισμόςlocution verbale (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντισυμβατικές μέθοδοι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La publicité moderne sort des sentiers battus pour placer leurs produits dans le marché. |
μου διαφεύγει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai raté la réunion : elle m'était complètement sortie de l'esprit. Δεν πήγα στη συνάντηση. Το ξέχασα τελείως. |
βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je sais que la séparation a été difficile, mais tu as besoin de te sortir cette histoire de la tête. |
είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand j'ai dit à mon patron ce qui s'était passé, il est sorti de ses gonds. |
σηκώνομαι από το κρεβάτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'étais malade aujourd'hui et je ne voulais pas sortir du lit. |
ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάωlocution verbale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pour célébrer sa victoire, toute l'équipe de football est sortie faire la bringue. Για να γιορτάσουν τη νίκη τους, ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα βγήκε να ξεφαντώσει. |
σηκώνομαι από το κρεβάτιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le professeur avait toujours les cheveux en bataille, comme s'il venait tout juste de sortir du lit. Le samedi, les enfants ont l'habitude de sortir du lit tard. Τα μαλλιά του καθηγητή ήταν πάντα ανακατεμένα σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι. |
τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Même avec deux emplois, elle gagnait juste assez pour joindre les deux bouts. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sortez στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sortez
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.