Τι σημαίνει το slave στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης slave στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slave στο Αγγλικά.

Η λέξη slave στο Αγγλικά σημαίνει σκλάβος, σκλάβα, δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί, σκλάβος, σκλάβα, δουλεύω σαν σκυλί, μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι, απελευθερωμένος σκλάβος, σκλάβος σε γαλέρα, επιστάτης δούλων, εκμεταλλευτής, σκληρός εργοδότης, ιδιοκτήτης σκλάβων, σκλάβος, σκλάβα, χαμαλοδουλειά, δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο, ιδιοκτήτης σκλάβων, μνημείο για τους σκλάβους, ιδιοκτήτης σκλάβων, πλοίο μεταφοράς σκλάβων, δουλεμπόριο, δουλεμπορίου, δουλέμπορος, δουλεμπόριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης slave

σκλάβος, σκλάβα

noun (owned person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Plantation owners used to rely on slaves to pick their cotton.
Οι ιδιοκτήτες φυτειών βασίζονταν στους σκλάβους για να μαζέψουν το βαμβάκι τους.

δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί

intransitive verb (figurative (work very hard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Janet slaved over her homework and she got an A.
Η Τζάνετ δούλεψε σαν σκλάβος για την εργασία της και πήρε άριστα.

σκλάβος, σκλάβα

noun (figurative (person dominated by [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Simon is a slave to his work.

δουλεύω σαν σκυλί

phrasal verb, intransitive (informal (toil, work hard) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She had to slave away in the kitchen without any help.

μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι

(informal (work hard at) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He slaved away at his paper all week, but he got it done on time.
Του βγήκε η πίστη με την εργασία όλη την εβδομάδα αλλά την ετοίμασε στην ώρα της.

απελευθερωμένος σκλάβος

noun (former slave)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After the American Civil War, schools were established for the freed slaves.

σκλάβος σε γαλέρα

noun (historical (prisoner: rowed ship)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Galley slaves rowed the ship across the ocean.

επιστάτης δούλων

noun (literal, archaic ([sb] in charge of slaves) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not all slave drivers were monsters and tyrants.

εκμεταλλευτής, σκληρός εργοδότης

noun (figurative ([sb] who demands hard work) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss is a real slave driver: he always wants me to work through my lunch break.

ιδιοκτήτης σκλάβων

noun ([sb] who keeps captive worker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκλάβος, σκλάβα

noun (slavery, enforced work)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Many of the greatest monuments were built by slave labor.
Πολλά από τα σημαντικότερα μνημεία έχουν χτιστεί από χέρια σκλάβων.

χαμαλοδουλειά

noun (figurative (low-paid work) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
For many, working in a fast food restaurant is slave labor. It may be slave labor, but at least it's a job.

δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο

noun (auction for slaves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His grandfather was sold at a slave market for $100.

ιδιοκτήτης σκλάβων

noun ([sb] who keeps captive worker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The slave master owned nearly two hundred slaves.

μνημείο για τους σκλάβους

noun (monument to captive labourers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδιοκτήτης σκλάβων

noun (person: keeps captive worker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλοίο μεταφοράς σκλάβων

noun (vessel carrying people to slavery)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The slave ship sank in the storm and was never found.

δουλεμπόριο

noun (trafficking in people)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δουλεμπορίου

noun as adjective (relating to people-trafficking) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The number of slave-trade convictions has risen in recent years.

δουλέμπορος

noun ([sb] who traffics in people)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He made a lot of money working as a slave trader.

δουλεμπόριο

noun (trafficking in people)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's unfortunately true that slave trading is still practised today in some parts of the world.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slave στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.