Τι σημαίνει το showing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης showing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του showing στο Αγγλικά.
Η λέξη showing στο Αγγλικά σημαίνει προβολή, παρουσίαση, παρουσία, εμφάνιση, δείχνω, δείχνω, δείχνω, δείχνω, προβάλλω, φαίνομαι, φαίνομαι, πρόγραμμα, παράσταση, παράσταση, επίδειξη, παρουσίαση, προσποίηση, έκθεση, παράσταση, εικόνα, θέαμα, αιματηρή βλέννη, εκθέτω προϊόντα, έρχομαι, πηγαίνω, τερματίζω στην τρίτη θέση, φαίνομαι έγκυος, παίζομαι, παίζω, προβάλλω, δείχνω, δείχνω, δείχνω, παρουσιάζω, δείχνω, εκφράζω, δείχνω, δείχνω, παίζω, προβάλλω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης showing
προβολήnoun (screening of a movie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The theater has showings of the new movie at 7:00 and 9:30. |
παρουσίασηnoun (exhibition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The artist is having a showing at an exclusive gallery tomorrow. |
παρουσία, εμφάνισηnoun (rank in contest) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The horse's showings in the last three meets were impressive. |
δείχνωtransitive verb (make visible) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He always shows his teeth when he smiles. Δείχνει πάντα τα δόντια του, όταν χαμογελά. |
δείχνωtransitive verb (display) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He showed his collection of postcards to his visitors. Έδειξε τη συλλογή των καρτ ποστάλ του στους επισκέπτες. |
δείχνωtransitive verb (demonstrate) (σε κπ πως να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He showed his daughter how to tie her shoes. Έδειξε στην κόρη του πώς να δένει τα κορδόνια της. |
δείχνωtransitive verb (exhibit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you show me the correct way to tie a reef knot? Μπορείς να μου δείξεις το σωστό τρόπο για να φτιάξω ένα στρυρόκομπο; |
προβάλλωtransitive verb (present, perform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The local theatre is showing "Salome" at the moment. Το τοπικό σινεμά παίζει τη «Σαλώμη». |
φαίνομαιintransitive verb (be visible) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The spot showed on her shirt. Ο λεκές φαινόταν στο πουκάμισό της. |
φαίνομαιintransitive verb (emotion: be evident) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He was upset and it showed. Ήταν αναστατωμένος κι αυτό ήταν φανερό. |
πρόγραμμαnoun (US (TV programme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My favourite show on TV is on Wednesdays at eight o'clock. Η αγαπημένη μου τηλεοπτική εκπομπή παίζεται κάθε Τετάρτη στις οχτώ. |
παράστασηnoun (theatre: play, musical) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We are hoping to see a show when we are in New York. Ελπίζουμε να δούμε μια παράσταση, όταν θα είμαστε στη Νέα Υόρκη. |
παράστασηnoun (performance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Everyone became quiet and sat down in their seats as the show started. Όλοι σώπασαν και κάθισαν στις θέσεις τους όταν άρχισε το σόου. |
επίδειξη, παρουσίασηnoun (display) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Christopher's show of his prize potatoes and leeks was impressive. |
προσποίησηnoun (pretence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oh, his smile was just for show. He is really quite sad. Χμ, το χαμόγελό του ήταν θέατρο. Στην πραγματικότητα είναι πολύ στενοχωρημένος. |
έκθεσηnoun (exhibition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There is a new show on Matisse at the museum. |
παράστασηnoun (feature film at cinema) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm going to see the show at three o'clock. It's the new Disney film. |
εικόναnoun (informal (impression) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When he dresses formally, it's an impressive show. |
θέαμαnoun (informal, figurative (spectacle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Did you see the way she was behaving? What a show! |
αιματηρή βλέννηnoun (informal (childbirth: loss of mucus plug) The show means that childbirth has begun. |
εκθέτω προϊόνταintransitive verb (colloquial (display goods) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We usually show at the town garden festival. Συνήθως εκθέτουμε τα προϊόντα μας στο φεστιβάλ κήπου του δήμου. |
έρχομαι, πηγαίνωintransitive verb (informal (appear, turn up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Did Joe show at the party last night? |
τερματίζω στην τρίτη θέσηintransitive verb (horse racing: finish third) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The horse was expected to show in the race. |
φαίνομαι έγκυοςintransitive verb (informal (woman: be visibly pregnant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sally is fifteen weeks pregnant now and she's starting to show. |
παίζομαι, παίζωintransitive verb (film: be on at cinema) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) What movies are showing at the cinema this week? |
προβάλλωtransitive verb (put on display) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She likes to show all her china in her drawing room. |
δείχνωtransitive verb (measure, indicate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thermometer showed twelve degrees. |
δείχνωtransitive verb (offer for sale) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The agent will show the house to interested buyers. |
δείχνω, παρουσιάζωtransitive verb (produce facts, evidence) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She showed them the statistics to help prove her point. |
δείχνω, εκφράζωtransitive verb (express) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He showed his love for her by giving her flowers. |
δείχνωtransitive verb (grant: favour, mercy) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He showed him great mercy by not executing him. |
δείχνω, παίζω, προβάλλωtransitive verb (broadcast: film, TV show) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They're showing a repeat of that comedy you used to like. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του showing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του showing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.