Τι σημαίνει το sembrare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sembrare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sembrare στο Ιταλικό.

Η λέξη sembrare στο Ιταλικό σημαίνει μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι, μοιάζω με, φαίνομαι, φαίνεται, θυμίζω, φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ, φαίνεται ότι, φαίνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, φαίνομαι, δείχνω, φαίνομαι, δείχνω, φαίνομαι, μοιάζω, φαίνομαι, ακούγομαι, μοιάζω με κπ/κτ, φαίνεται ότι/πως, το να μοιάζει κτ με σκίτσο, τα να είναι κτ σαν ζωγραφιστό, δείχνω γελοίος, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, φαίνεται ότι, φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός, δείχνω γελοίος, φαίνομαι χοντρός, ζωντανεύω, φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα, δείχνω αδύνατος, φαίνομαι αδύνατος, κρίνω σκόπιμο, άτομο με πρόσωπο βαμμένο για να δείχνει μαύρος, είμαι ατελείωτος, φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον, είναι σωστό, φαίνεται ότι/πως, φαίνεται, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος, φαίνεται, φαίνεται, φαίνεται, δίνω σε κπ την εντύπωση του, δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο, δίνω την εντύπωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sembrare

μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι

verbo intransitivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Quel divano sembra avere 50 anni.

μοιάζω με

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quel ristorante con le candele sui tavoli sembra un posto di lusso, non credo che possiamo permettercelo!

φαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sembra stanca, ma non ne sono sicuro.
Φαίνεται κουρασμένη, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μου φαίνεται το έχασα το πορτοφόλι μου.

φαίνεται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Sembra che siano andati in vacanza.
Φαίνεται ότι είναι πραγματικά σε διακοπές.

θυμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inizia a sembrare davvero primavera!
Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη!

φαίνομαι να κάνω κτ, δείχνω να κάνω κτ

verbo intransitivo (seguito da verbo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jenny sembra sapere cosa sta facendo.
Η Τζένη φαίνεται (or: δείχνει) ότι ξέρει τι κάνει.

φαίνεται ότι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sembra che pioverà.
Δείχνει να το πάει για βροχή.

φαίνομαι

verbo intransitivo (seguita da subordinata) (να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sembra che la pioggia stia diminuendo.
Η βροχή φαίνεται να σταματά.

αισθάνομαι, νιώθω

(ότι κάτι έχει ιδιότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pavimento sembrava bagnato.
Ένιωσα ότι το πάτωμα ήταν υγρό.

φαίνομαι, δείχνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le tubature sembrano in buono stato. Il paziente sembrava in buona salute e aveva un colorito salutare sulle guance.
Οι σωλήνες φαίνονται (or: δείχνουν) να είναι επισκευασμένοι σωστά. Ο ασθενής φαινόταν να είναι καλά στην υγεία του και είχε μια υγιή λάμψη στα μάγουλα.

φαίνομαι, δείχνω

verbo intransitivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Ken sembra dedicarsi molto alla famiglia.
Ο Κεν φαίνεται (or: δείχνει) ότι είναι πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του.

φαίνομαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
James sembrava stanco quando è arrivato ieri sera.
Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος.

μοιάζω, φαίνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attraverso il suo telescopio la luna sembra enorme. // Audrey sembra rilassata.
Το φεγγάρι έμοιαζε (or: φαινόταν) τεράστιο από το τηλεσκόπιό της. Η Ώντρεϋ φαινόταν χαλαρή.

ακούγομαι

(sembrare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sue parole suonavano sincere.

μοιάζω με κπ/κτ

(estetica, aspetto)

Questo tavolo somiglia a quello che abbiamo a casa. Lucy assomiglia a sua zia.
Η Λούσυ μοιάζει στη θεία της.

φαίνεται ότι/πως

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dà l'impressione che pioverà.
Αρχίζει να δείχνει ότι θα βρέξει.

το να μοιάζει κτ με σκίτσο, τα να είναι κτ σαν ζωγραφιστό

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω γελοίος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua spiegazione suona vera, per quanto sembri strana.

φαίνεται ότι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sembra che tuo padre stia avendo una crisi di mezza età.

φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα.

δείχνω γελοίος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Togliti quel cappello stravagante, sembri stupido!

φαίνομαι χοντρός

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tesoro, questo vestito mi fa sembrare grassa?

ζωντανεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I personaggi del film sembrano vivi grazie al regista.

φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω αδύνατος, φαίνομαι αδύνατος

verbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ ο ίδιος)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Si mette sempre vestiti neri perché la fanno sembrare più magra.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτή η φούστα σε κόβει πολύ, δείχνεις σαν να έχεις χάσει 5 κιλά.

κρίνω σκόπιμο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usa solo la quantità di pittura che ritieni adatta.

άτομο με πρόσωπο βαμμένο για να δείχνει μαύρος

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ατελείωτος

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ho avuto la sensazione che il viaggio in treno sembrasse senza fine.

φαίνομαι καλός, φαίνομαι ενδιαφέρον

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelle onde hanno un bell'aspetto per i surfisti. Quel pesce ha un bell'aspetto!

είναι σωστό

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Non mi sembra giusto prendere la sua macchina senza chiederglielo.

φαίνεται ότι/πως

verbo intransitivo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Sembra che dovremo cancellare la nostra vacanza.
Φαίνεται ότι θα πρέπει να ακυρώσουμε τις διακοπές μας.

φαίνεται

verbo intransitivo (ότι, πως)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Pare che in fin dei conti tu abbia ragione.
Φαίνεται πως έχεις δίκιο τελικά.

θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che lei sia il nuovo sceriffo. Visto che è ora di pranzo, immagino che Glenn sia al pub.
Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ.

κάνω κπ/κτ να φαίνεται μικροσκοπικός, κάνω κπ/κτ να φαίνεται σα νάνος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο νέος ουρανοξύστης κάνει τα γύρω κτίρια να φαίνονται μικροσκοπικά.

φαίνεται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Sembra che tu sia stanco e abbia bisogno di una pausa.
Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές!

φαίνεται

verbo intransitivo (ότι έχω κάνει κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Pare che abbia perso il mio ombrello.
Φαίνεται ότι έχασα την ομπρέλα μου.

φαίνεται

verbo intransitivo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Da quello che dici sembra che sia una persona sgradevole.

δίνω σε κπ την εντύπωση του

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi sembra che la storia di Greg sia un'esagerazione.

δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω την εντύπωση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo atteggiamento mi sembrò davvero strano.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sembrare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.