Τι σημαίνει το seguro στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης seguro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seguro στο ισπανικά.
Η λέξη seguro στο ισπανικά σημαίνει ασφαλισμένος, στερεωμένος, σίγουρος, ασφάλεια, ασφάλιση, ασφαλής, ασφάλεια, ασφάλιση, κλειδαριά, σίγουρος, εξασφαλισμένος, ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλεια, ασφαλής, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρα, ασφαλής, σίγουρος, βέβαιος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, ακίνδυνος, απαραβίαστος, σίγουρα, αδιαμφισβήτητα, είναι δεδομένο, ασφάλεια όπλου, καριοφίλι, σίγουρος, αρκετά σίγουρος, σίγουρος για τον εαυτό μου, σιγά μη, αποκλείεται, ασφάλεια, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρο, βέβαιος, σίγουρος, ασφάλεια, ασφάλιση, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα, δυναμικός, αποφασιστικός, ασφαλιστική εταιρεία, παραμάνα, ακλόνητος, σίγουρος, πραγματικά, σίγουρα, πολύτιμος, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, σίγουρος για τον εαυτό μου, είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ, αβέβαιος, οπωσδήποτε, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, συνασφάλιση, αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις, τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή, Ομοσπονδιακός Οργανισμός Ασφάλισης Καταθέσεων, σίγουρος, που έχει σίγουρο βήμα, που έχει σταθερό βήμα, που γνωρίζει/κατέχει αρκετά, που έχει αυτοπεποίθηση, που έχει αυτοπεποίθηση, σχεδόν σίγουρος, απόλυτα ασφαλής, αργός αλλά σταθερός, σίγουρα, βέβαια, φυσικά, σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς, σίγουρα, δεν βάζω και στοίχημα, σιγουράκι, κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς, μικτή ασφάλεια, απόλυτη βεβαιότητα, ασφάλεια ατυχήματος, καταφύγιο, φόρος κοινωνικής αλληλεγγύης, αίτηση αποζημίωσης, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ασφάλιστρο, αφάλεια ζωής, ασφάλεια ζωής, διακανονισμός ασφάλειας ζωής, ιατρικά ασφάλιστρα, ιατρικά ασφάλιστρα, ασφάλιση υποθήκης, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, ασφάλιση επιβίωσης, ασφαλές λιμάνι, καταφύγιο, καλό ταξίδι, ασφαλές μέρος, ασφαλιστικό ταμείο, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, ασφαλές σεξ, ασφάλεια αστικής ευθύνης, ασφάλεια υγείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης seguro
ασφαλισμένος, στερεωμένος(στέρεος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La soga del montañero estaba segura. Το σχοινί του ορειβάτη ήταν πολύ καλά ασφαλισμένο (or: στερεωμένο). |
σίγουροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Hoy es 12." "¿Estás seguro?" «Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;» |
ασφάλεια, ασφάλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nueva ley exige que todos tengan seguro médico. Ο νέος νόμος απαιτούσε από όλους να έχουν ασφάλεια υγείας. |
ασφαλήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Muchas personas sienten que comprar cosas por Internet no es seguro. Πολλοί φοβούνται πως η αγορά προϊόντων μέσω διαδικτύου δεν είναι ασφαλής. |
ασφάλεια, ασφάλισηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Dan lo citaron por conducir sin seguro. Ο Νταν έλαβε μια κλήση επειδή οδηγούσε χωρίς να έχει ασφάλεια. |
κλειδαριάnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El seguro de un arma evita un disparo accidental. Η κλειδαριά του όπλου αποτρέπει την ακούσια πυροδότηση. |
σίγουροςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El juego de hoy es una victoria segura para nosotros. |
εξασφαλισμένοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tras ganar un buen salario durante 20 años, él se sentía seguro económicamente. |
ασφάλεια, ασφάλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fred compró un seguro contra terremotos, incendios e inundaciones. |
ασφάλεια(figurado, protección) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gary cosió algo de dinero en su ropa como un seguro contra posibles robos. |
ασφαλής(AmL) (σίγουρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este es un mecanismo confiable que está garantizado contra fallos. Είναι ένας ασφαλής μηχανισμός, του οποίου η λειτουργία είναι εγγυημένη. |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Con sus cinco goles, el equipo ya tiene la victoria asegurada. |
σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hoy sí que va a ser un día caluroso. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σίγουρα κάνει ζέστη σήμερα. |
ασφαλήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vivimos en una colonia muy segura. Μένουμε σε μια ασφαλή γειτονιά. |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Puedes estar seguro de que el alcalde se encargará del asunto. |
αναμφίβολος, αναμφισβήτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si el equipo sigue jugando tan bien, es seguro que van a ganar el campeonato. |
ακίνδυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαραβίαστοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La puerta tenía una cerradura segura. |
σίγουρα, αδιαμφισβήτητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Seguro que está enferma o te lo estás imaginando? |
είναι δεδομένοadverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se va a enfadar. Seguro. |
ασφάλεια όπλουnombre masculino (arma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καριοφίλιnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σίγουρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy seguro de que lloverá mañana. Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο. |
αρκετά σίγουροςadjetivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La policía estaba segura de que la misma persona que mató a Brown, también mató a Wilkins. |
σίγουρος για τον εαυτό μουadjetivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Dana es una oradora pública innata: es elocuente y segura. |
σιγά μη, αποκλείεταιinterjección (ES, irónico) (ειρωνικά/καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ασφάλειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pistola tenía un seguro para evitar que se disparase por accidente. Το όπλο είχε μια ασφάλεια για να εμποδίζει τον κόσμο να πυροβολεί κατά λάθος. |
σίγουρος, βέβαιοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy seguro de que vi a alguien correr por el jardín. Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο. |
σίγουρο
Es seguro que va a llover, ¡mira las nubes! |
βέβαιος, σίγουρος(αναπόφευκτος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Están tan enamorados que seguro se van a casar. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι θα παντρευτούν. |
ασφάλεια, ασφάλισηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando Sabrina compró una casa, el prestamista le hizo comprar un seguro. Όταν η Σαμπρίνα αγόρασε σπίτι, ο δανειστής της επέβαλε να κάνει ασφάλεια ζωής με ισχύ για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. |
βέβαιος, σίγουροςadjetivo (comprensión certera) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los soldados están seguros de su misión. |
σίγουροςadjetivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ese caballo es una apuesta segura. |
σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτηταlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Estás seguro o estás adivinando? Το ξέρεις σίγουρα αυτό ή κάνεις απλώς υποθέσεις; |
δυναμικός, αποφασιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sidney nunca fue muy resuelta, y quizás por eso nunca la ascendieron. Η Σίδνεϋ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δυναμική κι ενδεχομένως γι' αυτό δεν έχει πάρει ακόμα προαγωγή. |
ασφαλιστική εταιρεία
Mi aseguradora no cubre los daños por inundación. |
παραμάνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un imperdible es una manera fácil y rápida de reemplazar un botón. |
ακλόνητος(άλλοθι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σίγουρος(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom estaba muy determinado en su deseo de dejar su trabajo y formarse en una profesión diferente. O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα. |
πραγματικά(μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si no llego a casa antes de las 3 de la mañana, mis padres literalmente me van a matar. Αν δεν φτάσω σπίτι μέχρι τις 3 πμ, οι γονείς μου πραγματικά θα με σκοτώσουν! |
σίγουρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No me viste, pero yo estaba definitivamente ahí. Δεν με είδες, αλλά εγώ ήμουν εκεί, εντάξει; |
πολύτιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La oferta viene con varias garantías valiosas. |
σίγουρος, βέβαιος(ότι/πως) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy seguro de que apagué la estufa. Είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) ότι έσβησα την κουζίνα. |
σίγουρος(για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sólo contesta si estás seguro de la respuesta. Απαντήστε μόνο, εάν είστε σίγουροι για την απάντηση. |
σίγουρος(για κτ ή για τον εαυτό μου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El atleta estaba seguro de sus destrezas. Ο αθλητής ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του. |
σίγουρος για τον εαυτό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No diría que Melanie es arrogante pero definitivamente es segura de sí misma. |
είναι σίγουρο ότι θα κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es seguro que ese caballo ganará la carrera; deberías apostarle. |
αβέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Está inseguro respecto de si podrá o no venir con nosotros. |
οπωσδήποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σίγουρα, βεβαίως, βέβαιαinterjección (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Esta operación aliviará el dolor de abdomen, ¡seguro! |
συνασφάλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις(seguros) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ομοσπονδιακός Οργανισμός Ασφάλισης Καταθέσεων
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σίγουρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La actitud llena de confianza del líder tranquilizó a la gente. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο σίγουρος τρόπος του αρχηγού καθησύχασε τον κόσμο. |
που έχει σίγουρο βήμα, που έχει σταθερό βήμα(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που γνωρίζει/κατέχει αρκετά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me tomó años sentirme seguro con el tiempo subjuntivo. |
που έχει αυτοπεποίθησηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει αυτοπεποίθησηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice no está segura de sí misma como para pedir un aumento. |
σχεδόν σίγουροςlocución adverbial ¿Apagaste todo antes de salir? - Estoy casi segura de que sí. |
απόλυτα ασφαλήςlocución adjetiva |
αργός αλλά σταθερόςexpresión (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σίγουρα, βέβαια, φυσικάlocución verbal (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Puedes mover esas sillas y mesas por mí, por favor?" "¡Claro que sí!!" «Θα μπορούσες να μου μετακινήσεις αυτές τις καρέκλες και τα τραπέζια, σε παρακαλώ;» «Σίγουρα (or: Ασφαλώς)! |
σίγουρα(afirmación) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "¿Vas a ir al partido esta noche?" "¡Seguro que sí!". "Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!" |
δεν βάζω και στοίχημαlocución interjectiva Jessica cree que va a obtener el trabajo, pero yo no estaría tan seguro. |
σιγουράκι(coloquial) (αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα(ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Luisa pidió el seguro médico popular cuando perdió su empleo. |
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη(των ΗΠΑ) Mis padres tienen seguro médico para personas mayores. |
ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En el banco le exigieron la presentación del seguro contra incendio. |
μικτή ασφάλειαlocución nominal masculina Puedes sacar un seguro sin culpa, donde la aseguradora paga el costo de todos los daños de un accidente. |
απόλυτη βεβαιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Todavía no es algo seguro, pero creo que estoy embarazada. |
ασφάλεια ατυχήματοςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καταφύγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Después de atravesar momentos difíciles, sintió que por fin había llegado a buen puerto. |
φόρος κοινωνικής αλληλεγγύης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tiene que pagar un porcentaje de sus ingresos para el seguro de desempleo. |
αίτηση αποζημίωσης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo que rellenar una reclamación al seguro para que me reembolse la factura del médico. |
ασφαλιστήριο συμβόλαιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi póliza de seguro de salud no cubrirá mi tratamiento contra la diabetes. |
ασφάλιστροnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si aparcas el vehículo en la calle durante la noche, puede variar tu prima del seguro. |
αφάλεια ζωής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Contraté un seguro de vida para ayudar a mi familia en caso de que me pase algo. |
ασφάλεια ζωής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Las personas con niños pequeños suelen comprar seguros de vida. |
διακανονισμός ασφάλειας ζωήςlocución nominal masculina (venta de seguros de vida a un tercero) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ιατρικά ασφάλιστραnombre femenino La mitad de mi jubilación la gasto en pagar la prima del seguro médico. |
ιατρικά ασφάλιστραnombre femenino |
ασφάλιση υποθήκης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνηςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης(España) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλιση επιβίωσηςnombre masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφαλές λιμάνι(κυριολεκτικά) Por fortuna los pescadores a bordo del Nelly pudieron encontrar un puerto seguro y escapar del huracán. |
καταφύγιο(μτφ: ασφαλής χώρος, τόπος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hay grupos que ayudan a los refugiados a encontrar un lugar seguro cuando llegan a un nuevo país. |
καλό ταξίδι
|
ασφαλές μέρος
|
ασφαλιστικό ταμείο
|
ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφαλές σεξlocución nominal masculina |
ασφάλεια αστικής ευθύνης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλεια υγείας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seguro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του seguro
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.