Τι σημαίνει το scarico στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scarico στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scarico στο Ιταλικό.
Η λέξη scarico στο Ιταλικό σημαίνει κατεβάζω, ξεφορτώνω, αδειάζω το όπλο, αδειάζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απεκκρίνω, ξεφορτώνω, αδειάζω, ξεφωρτώνω, ξεφορτώνομαι, γαζώνω κτ/κπ με κτ, φορτώνω κτ σε κπ, αποστράγγιση, παρατάω, παρατώ, παρατάω, παρατώ, ξεφορτώνω, παρατάω, ανακτώ, επαναφέρω, πετάω, πετώ, αδειάζω, πυροβολώ, φορτώνω, ξερνάω, απέκκριση, άδειος, αφόρτιστος, χωρίς φορτίο, ξεφόρτιστος, άδειος, απόρριψη, ρίψη, ξεφόρτωμα, καζανάκι, άδειος, σωλήνας, δίκτυο αποχέτευσης, τρύπα αποστράγγισης, τρύπα απορροής, στόμιο, εξάτμιση, καυσαέρια, σύστημα εξάτμισης, αδειάζω, ξεσπάω κτ σε κπ/κτ, πετάω, ρίχνω, ξεφορτώνομαι, ρίχνω αλλού την ευθύνη, επιρρίπτω, ξεφορτώνω, φορτώνω κτ σε κπ άλλο, άμεσης επανεκχώρησης, εγκαταλείπω, λέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scarico
κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (internet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert scaricò un film da guardare la sera stessa. Harry ha scaricato i file che gli servivano dal server aziendale. Ο Ρόπμπερτ κατέβασε να δει μια ταινία εκείνο το βράδυ. Ο Χάρυ κατέβασε τα αρχεία που χρειάζονταν απ' τον εταιρικό σέρβερ. |
ξεφορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'è qualcuno disponibile ad aiutarmi a scaricare il furgone? Μπορεί κάποιος να με βοηθήσει να ξεφορτώσω το φορτηγό; |
αδειάζω το όπλοverbo transitivo o transitivo pronominale (armi da fuoco) (καθομιλουμένη: πάνω σε κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'agente scaricò il suo revolver contro il sospetto in fuga. |
αδειάζω(armi da fuoco: sparare) (μεταφορικά: όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο στρατιώτης άδειασε το όπλο του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale (elettricità) La batteria ha scaricato l'elettricità. |
απεκκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autocisterna stava scaricando migliaia di galloni di petrolio nel mare. |
ξεφορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I manovali sulla banchina scaricavano la nave. |
αδειάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli addetti al trasloco hanno scaricato il furgone. Οι εργάτες ξεφόρτωσαν τα πράγματα από το φορτηγάκι. |
ξεφωρτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I marinai scaricarono le merci. |
ξεφορτώνομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γαζώνω κτ/κπ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (proiettili) Il killer ha scaricato i proiettili sulla macchina. |
φορτώνω κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: dare via) (καθομιλουμένη) Quella macchina era un tale rottame che non è riuscito ad appiopparla a nessuno. |
αποστράγγιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mike iniziò a scaricare la piscina. |
παρατάω, παρατώ(informale) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il progetto si è rivelato troppo costoso e Karen l'ha mollato. Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε). |
παρατάω, παρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: fidanzato) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È ridotto a uno straccio da quando la fidanzata lo ha mollato. Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του. |
ξεφορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (scaricare dalla barca) (κατεβάζω φορτίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pescatore ha scaricato tutta la sua pesca al porto. Οι ψαράδες ξεφόρτωσαν την ψαριά στο λιμάνι. |
παρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: partner) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy e Gwen non escono più insieme: lei lo ha scaricato da un pezzo. |
ανακτώ, επαναφέρω(informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda sperava di poter recuperare i file dopo che il suo computer si era bloccato. Η Λίντα ήλπιζε να μπορέσει να ανακτήσει τα αρχεία της μετά το κρασάρισμα του υπολογιστή της. |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se fossi in te butterei via quelle vecchie scarpe: cominciano a puzzare. Αν ήμουν εσύ, θα πετούσα αυτά τα παλιά παπούτσια. Αρχίζουν να μυρίζουν. |
αδειάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agricoltore ha drenato l'acqua dallo stagno. Ο αγρότης άδειασε το νερόλακκο. |
πυροβολώ(armi da fuoco) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno fatto fuoco con le loro armi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ληστής πυροβόλησε την ηλικιωμένη. |
φορτώνω(informale) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non provare a rifilarmi il tuo lavoro, fattelo da solo! Μην προσπαθείς να φορτώσεις όλη σου τη δουλειά σε μένα, κάνε τη μόνη σου! Ξέρω πως είσαι δυστυχισμένη, αλλά προσπάθησε να μη φορτώνεις τα προβλήματά σου σε άλλους. |
ξερνάω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La busta si ruppe e versò il contenuto a terra. La portiera dell'auto si aprì all'improvviso e fece uscire Arthur sul marciapiede. Σκίστηκε η τσάντα και τα περιεχόμενα έπεσαν στο πάτωμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε ξαφνικά και ο Άρθουρ έπεσε στο πεζοδρόμιο. |
απέκκρισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I manifestanti protestano contro lo scarico di rifiuti in mare. |
άδειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'autista ha riportato l'autobus vuoto al deposito. Ο οδηγός πήγε το κενό λεωφορείο πίσω στο αμαξοστάσιο. |
αφόρτιστοςaggettivo (χωρίς ηλεκτρικό φορτίο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς φορτίο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ξεφόρτιστος(batteria scarica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άδειοςaggettivo (arma da fuoco) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απόρριψη, ρίψηsostantivo maschile (rifiuti) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È severamente proibito lo scarico dei rifiuti in questa zona. Απαγορεύεται αυστηρά η ρίψη σκουπιδιών σε αυτήν την περιοχή. |
ξεφόρτωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un'area sul retro per lo scarico delle merci. |
καζανάκιsostantivo maschile (del bagno) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άδειος(figurato: guasto, scarico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La batteria è morta e la macchina non parte. Η μπαταρία είναι άδεια και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος. |
σωλήναςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'acqua andò giù per lo scarico. Το νερό έτρεξε στο σιφόνι. |
δίκτυο αποχέτευσης(idraulica) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Stanno installando un impianto di scarico nella parte bassa del campo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αφού αγοράσαμε το σπίτι συνειδητοποιήσαμε ότι η περιοχή δεν είχε ακόμη δίκτυο αποχέτευσης. |
τρύπα αποστράγγισης, τρύπα απορροής(σε νιπτήρα, νεροχύτη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στόμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'acqua usciva dalla canna dell'annaffiatoio finendo sulle aiuole. Νερό βγήκε από το στόμιο του ποτιστηριού και έτρεξε πάνω στα λουλούδια. |
εξάτμισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'auto di Harry ha bisogno di un nuovo tubo di scarico e quindi la sta portando dal meccanico. Το αυτοκίνητο του Χάρυ χρειάζεται νέα εξάτμιση, γι' αυτό το πηγαίνει στο συνεργείο. |
καυσαέριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il gas di scarico dell'auto di fronte era così maleodorante che Linda fu costretta a chiudere i finestrini. Τα καυσαέρια απ' το αυτοκίνητο που προπορεύονταν βρομούσαν τόσο που η Λίντα αναγκάστηκε να κλείσει τα παράθυρα. |
σύστημα εξάτμισης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αδειάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (arma da fuoco) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cacciatore scaricò il fucile sull'orso che cadde a terra immediatamente. |
ξεσπάω κτ σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale Non sfogare la tua rabbia con tua sorella; non ti ha fatto niente. Μην ξεσπάς το θυμό σου στην αδερφή σου. Δεν είχε καμία σχέση. |
πετάω, ρίχνω(nautica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'equipaggio scaricò in mare parte del carico mentre l'aereo perdeva quota. |
ξεφορτώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω αλλού την ευθύνη(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιρρίπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ευθύνες κλπ σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scaricava sempre la colpa su sua sorella. Συνήθως έριχνε (or: φόρτωνε) τις ευθύνες στην αδερφή του. |
ξεφορτώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli operai scaricavano le merci sui camion in sosta. |
φορτώνω κτ σε κπ άλλοverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono riuscito a rifilare quell'orribile progetto a Audrey. |
άμεσης επανεκχώρησης(δάνειο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando l'azienda è stata colpita dalla recessione, Tim è stato abbandonato a se stesso, senza lavoro e senza alcuna forma di aiuto. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Angie scaricò le sue preoccupazioni sulla sua migliore amica. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scarico στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του scarico
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.