Τι σημαίνει το ritenuto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ritenuto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ritenuto στο Ιταλικό.

Η λέξη ritenuto στο Ιταλικό σημαίνει θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ, βρίσκω, πιστεύω, θεωρώ, θεωρώ, υποθέτω, θεωρώ, κρίνω, σκέφτομαι, νομίζω, κρίνω σκόπιμο, φαντάζομαι, θεωρώ, πιστεύω, κρίνω, υποθέτω, συγκρατώ, κρίνω, λέω, υπολογίζω, εκτιμώ, θεωρώ, θεωρώ, θεωρώ, νομίζω, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ κτ ως ιδανικό, θεωρώ, βλέπω, υποθέτω, ξαναθεωρώ, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, υποστηρίζω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ritenuto

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ritengo la televisione una cattiva influenza.
Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι κπ/κτ είναι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La difesa ha ritenuto il verdetto del giudice molto ingiusto.
Η υπεράσπιση θεώρησε (or: έκρινε) την ετυμηγορία του δικαστή πολύ άδικη.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι κπ/κτ είναι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comitato ha ritenuto Patricia adatta alla posizione lavorativa e l'ha assunta.
Η επιτροπή θεώρησε (or: έκρινε) την Πατρίτσια κατάλληλη για τη δουλειά και την προσέλαβε.

θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le mie azioni di quel giorno le ritengo un errore. Molti ritengono che il Requiem sia il capolavoro di Mozart.
Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con aggettivo) (με επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riteneva giusto pagare le tasse.
Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους.

βρίσκω

(ritenere) (κάτι ή κάποιον ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trovo la musica moderna piuttosto monotona.
Βρίσκω τη σύγχρονη μουσική μάλλον μονότονα επαναλαμβανόμενη.

πιστεύω, θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ/κτ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald vuole sempre incontrare i ragazzi di sua figlia per vedere se può ritenerli adatti a lei.
Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα.

υποθέτω, θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dato che è seduta alla scrivania del mio assistente, presumo che lei sia la dipendente a termine che lo sostituisce mentre è in ferie?
Μια που κάθεσαι στο γραφείο του βοηθού μου, θεωρώ πως είσαι ο εποχιακός που θα τον αντικαταστήσει όσο είναι διακοπές;

κρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (legale: causa, caso, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La causa fu dichiarata non valida.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό τον νέο νόμο.

σκέφτομαι, νομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρίνω σκόπιμο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usa solo la quantità di pittura che ritieni adatta.

φαντάζομαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle si è immaginato che il suo nuovo lavoro non sarebbe stato molto duro e che avrebbe potuto fare tutto quello avrebbe voluto.
Ο Κάιλ φανταζόταν πως η νέα του δουλειά δεν θα ήταν και πολύ δύσκολη και ότι απλά θα έκανε ό,τι ήθελε.

θεωρώ, πιστεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (legale: imputato, sospettato, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sospetto fu giudicato incompetente.

υποθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La legge presuppone l'innocenza fintantoché non venga provata la colpevolezza.
Ο νόμος θεωρεί δεδομένη την αθωότητα μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή.

συγκρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo composto trattiene bene l'umidità, quindi non c'è bisogno che innaffi le piante molto spesso.
Αυτό το κομπόστ συγκρατεί καλά την υγρασία, οπότε δεν χρειάζεται να ποτίζεις τα φυτά σου τόσο συχνά.

κρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (decidere, pensare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devi fare ciò che reputi più giusto.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si dice che sia la migliore pittrice della sua generazione.
Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της.

υπολογίζω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che ci siano cinquanta persone nella stanza.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo considero un mio amico.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo ristorante è considerato il migliore della città.
Το εστιατόριο θεωρείται το καλύτερο στην πόλη.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo riterrei un grande onore lavorare per te.

νομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso che dovremmo prendere quella strada.
Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο.

θεωρώ υπεύθυνο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

θεωρώ

(κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo considerava un eroe.
Τον θεωρούσε ήρωα.

θεωρώ υπεύθυνο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

θεωρώ υπεύθυνο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

θεωρώ κτ ως ιδανικό

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bernard ritiene ideale la vita in spiaggia perché ama il surf.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ως κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lei la considera un'eccezione alla regola.
Το αντιμετωπίζει ως μια εξαίρεση του κανόνα.

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: κάποιον σαν κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ho sempre considerato come un fratello.
Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό.

υποθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che si sia perso di nuovo.
Υποθέτω ότι χάθηκε πάλι.

ξαναθεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In molti oggi reputano che le punizioni corporali siano sbagliate.
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος.

υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il professore ritiene che la cosa migliore sia imparare una lingua straniera sin dalla più tenera età.

θεωρώ, πιστεύω, νομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lui ritiene che quelle azioni siano illegali.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ritenuto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.