Τι σημαίνει το ripetersi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ripetersi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ripetersi στο Ιταλικό.

Η λέξη ripetersi στο Ιταλικό σημαίνει επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνω, διαδίδω, μεταφέρω, ξαναδίνω, ξαναλέω, επαναλαμβάνω τον αγώνα, ξαναδίνω, ξαναλέω, αναπαράγω, ξαναπαίζω, πλασάρω, επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνω, ξαναλέω, επαναλαμβάνω, κάνω πρόβα, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, επαναδιατυπώνω, διπλασιάζω, επαναλαμβάνω, επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς, φωνάζω, κραυγάζω, Πως είπατε;, επαναλαμβάνω ένα έτος, που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί, λέω κτ απ' έξω, λέω κτ νεράκι, παπαγαλίζω, προβάρω, αναμασώ, μηρυκάζω, ξαναλέω κτ σε κπ, Πώς είπατε;, δεύτερη ευκαιρία, μεταφέρω, αναμεταδίδω, επαναλαμβάνω, ξαναλέω κτ σε κπ, ξαναλέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ripetersi

επαναλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alison chiese all'insegnante di ripetere le istruzioni perché non aveva capito.
Η Άλισον ζήτησε από τη δασκάλα να ξαναπεί τις οδηγίες, καθώς δεν τις είχε καταλάβει.

επαναλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante chiese alla classe di ripetere la frase esattamente come l'aveva detta.
Η δασκάλα ζήτησε από τους μαθητές να επαναλάβουν την πρόταση ακριβώς όπως την είπε.

επαναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William ripeté i passi di danza ancora e ancora, finché non li conobbe alla perfezione.
Ο Γουίλιαμ επανέλαβε τα βήματα της χορογραφίας ξανά και ξανά, μέχρι που τα έμαθε τέλεια.

διαδίδω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, non riferire quello che sto per dirti: è un segreto.
Σε παρακαλώ μη διαδόσεις αυτό που θα σου πω, είναι μυστικό.

ξαναδίνω

(esame, test) (εξετάσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναλέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω τον αγώνα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναδίνω

(esame, test) (διαγώνισμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναλέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναπαράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli scienziati stanno provando a ripetere i risultati.

ξαναπαίζω

(un brano musicale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pianista ripeté il pezzo.

πλασάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (peggiorativo: noioso) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Altri laboratori non sono stati in grado di replicare i risultati dell'esperimento.
Άλλα εργαστήρια δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν τα αποτελέσματα του πειράματος.

επαναλαμβάνω, ξαναλέω

(formale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω

(αγώνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno dovuto sospendere la partita a metà a causa del brutto tempo, le squadre rigiocheranno il prossimo finesettimana.

κάνω πρόβα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli attori fecero le prove dello spettacolo per diverse settimane prima della prima.
Οι ηθοποιοί έκαναν πρόβα το έργο για αρκετές εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα.

επαναλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πώς ή κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desidero reiterare il mio dissenso per questa nomina.
Επιθυμώ να επαναλάβω ότι έχω ενστάσεις για αυτό το ραντεβού.

ξανακάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bobby non è riuscito a risolvere il problema di matematica e ha deciso di rifarlo.

επαναδιατυπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nella conclusione, dovresti ribadire il tuo ragionamento.

διπλασιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo assistente annuisce solamente e ripete tutto quello che dice lui.

επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς

verbo intransitivo

Continuai a ripetere il suo nome ma quando arrivai a casa l'avevo dimenticato.

φωνάζω, κραυγάζω

(έμφαση στα λεγόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La folla cantilenava: "Bis! Bis!"
Το πλήθος φώναζε, «Ανκόρ! Ανκόρ!»

Πως είπατε;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαναλαμβάνω ένα έτος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark è stato bocciato agli esami, perciò dovrà ripetere un anno al college.

που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί

verbo transitivo o transitivo pronominale (θέμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω κτ απ' έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω κτ νεράκι

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παπαγαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben ripeteva a pappagallo tutto quello che Dan diceva.
Ο Μπεν παπαγάλιζε όλα όσα έλεγε ο Νταν.

προβάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Naomi ripeté mentalmente la scusa mentre andava a scuola: "Ho fatto i compiti ma il cane li ha mangiati, signore.".
Η Ναόμι πρόβαρε τη δικαιολογία στο μυαλό της στον δρόμο για το σχολείο: «Έκανα την εργασία αλλά την έφαγε ο σκύλος, κύριε.»

αναμασώ, μηρυκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Randy non ha idee originali; ripete a pappagallo tutto quello che legge.

ξαναλέω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Marcy ha dato la cattiva notizia prima a suo padre e più tardi l'ha ripetuta a sua madre.

Πώς είπατε;

(formale) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

δεύτερη ευκαιρία

sostantivo femminile (azione, colpo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεταφέρω, αναμεταδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναλαμβάνω

sostantivo maschile (figurato, informale) (κάτι, κάτι που είπε κάποιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo studente ripeteva a pappagallo ciò che gli aveva detto l'insegnante; non aveva idea di cosa stava dicendo.
Ο μαθητής απλώς επαναλάμβανε ότι του έλεγε η δασκάλα του· στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι έλεγε.

ξαναλέω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

Dopo che Bobby l'ha pregata, sua madre gli ha ridetto la storia.

ξαναλέω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quante volte ti devo ripetere che fumare ti ucciderà?

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ripetersi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.