Τι σημαίνει το queue στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης queue στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του queue στο Γαλλικά.
Η λέξη queue στο Γαλλικά σημαίνει ουρά, ουρά, στέκα, ουρά, ουρά, ουρά, ουρά εισιτηρίων, πίσω, πούτσος, βλαστός, βλαστός, κοτσάνι, πουλί, τσουτσούνι, πουλί, πούτσος, πούτσος, πουλί, ουρά, σειρά, καυλί, πουλί, ακονιστήρι, φράκο, ανόητος, παράλογος, γονατιστός, σακάκι από φράκο, φράκο, χώνομαι στην ουρά, φράκο, χρυσόψαρο fantail, φράκο, που έχει φουντωτή ουρά, τύρλα στο μεθύσι, σκνίπα στο μεθύσι, λιώμα στο μεθύσι, με ουρά, με μακριά ουρά, εφ'ενός ζυγού, διαδοχικά, σκανδάλη, αλογοουρά, μοσχαρίσια ουρά, από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουρά, βαγόνι προσωπικού, είδος κουνελιού, του γένους των συλβιλαγών, άλογο με κομμένη ουρά, φαλτσοστέκα, φαλτσαστέκα, φαλτσοστεκιά, γρεναδιέρος, πιάνο με κοντή ουρά, πιάνο με κοντή ουρά, πιάνο με ουρά, φράκο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φαύλος κύκλος, φαύλος κύκλος, πιάνο με ουρά, ουρά για το φαγητό, είδος αετού, ουρίτσα, μαχάων, ουρά, στέκα, παρατραβηγμένη ιστορία, είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας, αμερικανική γερακίνα, τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα, περιμένω στην ουρά, μπαίνω στην ουρά, πετάγομαι μπροστά, χώνομαι, περιμένω στην ουρά, με... ουρά, λαβή, κομμένη ουρά, είδος μαρσιποφόρου ζώου, με ουρά, κάνω φαλτσοστέκα, κάνω φαλτσαστέκα, κάνω φαλτσοστεκιά, κόβω, κουνιέμαι, ουρά γουρουνιού, ριπιδοειδής, κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ, χελιδονοουρά, σχηματίζω ουρά, μπαίνω στην ουρά, κολοβός, κουνελάκι, αφαιρώ το κοτσάνι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης queue
ουράnom féminin (d'un animal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le chien aboya quand l'homme marcha sur sa queue. Το σκυλί αλύχτησε πονεμένα όταν του πάτησε την ουρά. |
ουράnom féminin (Aéronautique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le logo de la compagnie aérienne se trouvait sur la queue de l'avion. Το λογότυπο της αεροπορικής εταιρείας ήταν στην ουρά του αεροπλάνου. |
στέκαnom féminin (Billard) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ray apporte sa propre queue pour jouer au billard. Ο Ρέη φέρνει τη δική του στέκα στο μπιλιαρδάδικο. |
ουράnom féminin (Astronomie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On voit la queue de cette comète à l'œil nu. |
ουράnom féminin (d'un cerf-volant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le cerf-volant avait une longue et magnifique queue. |
ουρά(personnes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y avait de longues files d'attente aux caisses du supermarché. Είχε μεγάλη ουρά στα ταμεία του σούπερ μάρκετ. |
ουρά εισιτηρίωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a une de ces queues lors des journées du patrimoine ! |
πίσωnom féminin (avion : partie arrière) Une balle a fait un trou dans la queue de l'avion. |
πούτσοςnom féminin (vulgaire : pénis) (χυδαίο, αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλαστός(d'une fleur) (φυτό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cette fleur a une longue tige. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα πρώτα σκάφη φτιάχνονταν από ένα κορμό. |
βλαστός(d'une plante) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les tiges des fleurs étaient longues et minces. Οι μίσχοι των λουλουδιών ήταν μακροί και λεπτοί. |
κοτσάνι(Botanique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πουλί, τσουτσούνιnom féminin (vulgaire : pénis) (πέος: ευφημιστικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il pense avec sa bite et pas avec son cerveau. Σκέφτεται με τον πούτσο και όχι με το μυαλό του. |
πουλίnom féminin (vulgaire) (καθομ, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πούτσοςnom féminin (vulgaire : pénis) (χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sa bite se durcit sous les caresses. Ο πούτσος του σκλήρυνε καθώς δεχόταν χάδια. |
πούτσοςnom féminin (vulgaire) (πέος: αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πουλί(vulgaire) (μεταφορκά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) James était inquiet à cause d'une rougeur sur sa queue. Ο Τζέιμς ανησυχούσε για το εξάνθημα στο πουλί του. |
ουρά, σειρά(personnes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La file d'attente pour les tickets était trop longue et nous sommes allés à un autre guichet. Η ουρά (or: σειρά) για τα εισιτήρια ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι πήγαμε κάπου αλλού. |
καυλί(vulgaire) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Steve se vante souvent de la taille de sa bite. |
πουλίnom féminin (vulgaire : pénis) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακονιστήρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon grand-père aiguise encore ses rasoirs sur sa vieille pierre à aiguiser. |
φράκοnom féminin (costume) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il portait un chapeau haut de forme et une queue-de-pie. |
ανόητος, παράλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le fou marchait dans la rue en marmonnant des mots et des expressions incompréhensibles. |
γονατιστός(figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les déficits du budget veulent dire que nous devons aller mendier quelques milliards à des pays comme la Chine. Το έλλειμμα στον προϋπολογισμό σημαίνει ότι θα πρέπει να πέσουμε στα γόνατα και να ζητήσουμε δανεικά ύψους δισεκατομμυρίων από χώρες όπως η Κίνα. |
σακάκι από φράκοnom féminin (vêtement) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φράκο(επίσημο σακάκι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χώνομαι στην ουρά(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je déteste les gens qui essaient de resquiller, quel manque de savoir-vivre ! |
φράκο(ανδρικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χρυσόψαρο fantailnom masculin (sorte de poisson rouge) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φράκο(vêtement) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
που έχει φουντωτή ουράlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τύρλα στο μεθύσι, σκνίπα στο μεθύσι, λιώμα στο μεθύσι(familier : ivre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με ουράlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με μακριά ουράlocution adjectivale (animal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εφ'ενός ζυγούlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les chevaux marchaient à la queue leu leu le long du passage étroit. |
διαδοχικάlocution adverbiale (familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les étudiants sont passés à la queue leu leu pour recevoir leur diplôme. Οι φοιτητές στέκονται διαδοχικά για να παραλάβουν τα διπλώματά τους. |
σκανδάλη(impropre mais courant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le policier avait son doigt sur la gâchette (or: détente). Ο αστυνομικός είχε το δάχτυλο στη σκανδάλη του όπλου. |
αλογοουράnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les cuisiniers avec de longs cheveux devaient porter une queue de cheval pour travailler. |
μοσχαρίσια ουράnom féminin |
από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουράnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαγόνι προσωπικούnom masculin (χώρος εργαζομένων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είδος κουνελιού, του γένους των συλβιλαγώνnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άλογο με κομμένη ουράnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φαλτσοστέκα, φαλτσαστέκα, φαλτσοστεκιάnom féminin (billard) (ζαργκόν: μπιλιάρδο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γρεναδιέρος(poisson) (είδος ψαριού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πιάνο με κοντή ουρά
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Elle jouait des valses sur le piano quart de queue dans le salon. |
πιάνο με κοντή ουρά
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il y avait un piano quart de queue dans le salon. |
πιάνο με ουράnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Elle rêve de s'offrir un piano à queue mais se demande si elle aurait assez de place dans son salon. |
φράκο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'irai au bal de la mairie en tenue de soirée. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
φαύλος κύκλος(figuré) C'est un véritable cercle vicieux : pour avoir du travail, il faut de l'expérience mais pour avoir de l'expérience, il faut avoir trouvé du travail ! Είναι πραγματικά παράδοξο: για να βρεις δουλειά απαιτείται πείρα, αλλά για να αποκτήσεις πείρα απαιτείται δουλειά. |
φαύλος κύκλος
|
πιάνο με ουράnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mon ami pianiste n'a plus de place dans son salon : son piano à queue prend tout l'espace. |
ουρά για το φαγητόnom féminin (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είδος αετούnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ουρίτσαnom féminin (cheveux) (κοντό μαλλί με ουρίτσα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κομμώτρια κούρεψε τον μικρό μου γιο και του άφησε ουρίτσα για να είναι πιο μοντέρνος. |
μαχάωνnom féminin (papillon) (πεταλούδα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ουράnom féminin (ζώου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στέκα(μπιλιάρδου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παρατραβηγμένη ιστορία
|
είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίαςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αμερικανική γερακίναnom féminin (oiseau de proie) |
τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα(figuré) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils avaient l'air riches, mais en fait, il avait du mal à joindre les deux bouts. |
περιμένω στην ουράlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le groupe a dû faire la queue pour être servi. |
μπαίνω στην ουράlocution verbale |
πετάγομαι μπροστά, χώνομαιlocution verbale (figuré, familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture m'a fait une queue de poisson. Το όχημα πετάχτηκε μπροστά μου. |
περιμένω στην ουράlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous devrez faire la queue et attendre votre tour comme tout le monde. Πρέπει να περιμένετε στην ουρά τη σειρά σας, όπως όλοι οι άλλοι. |
με... ουράlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαβήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κομμένη ουράnom féminin (αλόγου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
είδος μαρσιποφόρου ζώουnom masculin (marsupial australien) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
με ουράnom féminin (ρούχο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω φαλτσοστέκα, κάνω φαλτσαστέκα, κάνω φαλτσοστεκιάverbe intransitif (billard) (ζαργκόν: μπιλιάρδο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβωlocution verbale (μεταφορικά: επικίνδυνη προσπέραση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουνιέμαιlocution verbale (chien) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On voit que le chiot est content parce qu'il frétille de la queue. |
ουρά γουρουνιούnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ριπιδοειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ(ανεπίσημο) |
χελιδονοουράnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le meuble ancien a de belles queues d'aronde. |
σχηματίζω ουρά, μπαίνω στην ουράlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Des gens faisaient la queue au guichet pour acheter des billets de spectacle. Ο κόσμος σχημάτισε ουρά μπροστά απ' το ταμείο για ν' αγοράσει εισιτήρια για την παράσταση. |
κολοβόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κουνελάκιnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si Kelly est désormais avocate, elle travaillait comme hôtesse de boîte de nuit avec oreilles et queue de lapin durant ses études. |
αφαιρώ το κοτσάνι(d'une plante) (από κάτι ή με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Luke a retiré la queue des fraises avant de les couper. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του queue στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του queue
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.