Τι σημαίνει το querido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης querido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του querido στο ισπανικά.

Η λέξη querido στο ισπανικά σημαίνει θέλω, θέλω, αγαπάω, αγαπώ, θέλω, θέλω, λατρεύω, πρέπει, θέλω, επιθυμώ, έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ, νοιάζομαι, θέλω, προτιμώ, νοιάζομαι για κπ, επιθυμία, θέλω, θέλω κτ πολύ για να γίνει, θέλω, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, εύχομαι, δεν κρατιέμαι, κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης, λαχταρώ, ποθώ, είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος, θέλω, αγαπητός, αγαπημένος, λατρεμένος, αγαπημένος, αγαμημένε μου, γλυκός, πολυχρησιμοποιημένος, επιθυμητός, ποθητός, αγαπημένος, πολυαγαπημένος, αγάπη μου, αγαπούλα μου, εραστής, αγαπητός, λατρευτός, γλυκέ μου, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, αγαπημένε, αγαπημένη, αγάπη μου, γλύκα, αγαπούλα, αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου, αγαπητέ, αγαπητή, αγαπημένε, αγαπημένη, γλυκέ μου, γλυκιά μου, ασυναίσθητα, ασυνείδητα, ακούσια, ασυνείδητος, ασυναίσθητος, αναρωτιέμαι, σημαίνω, τύχη, σημαίνω, ακούσιος, κατά λάθος, κατά λάθος, από λάθος, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, ζητάω κτ ως αντάλλαγμα, υπονοώ, υπαινίσσομαι, κρατάω γερά, δεν αφήνω, δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτ, δεν το ήθελα, δεν δέχομαι κτ με τίποτα, δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ, θέλω να συμμετάσχω, θέλω να φύγω, υπονοώ, υπαινίσσομαι, σημαίνω, σημαίνω, καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή, υπονοώ, εννοώ, νοιάζομαι για κπ/κτ, δευτερευόντως, απρόθυμος να δεχθεί, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ, κατατάσσομαι, λατρεύω, είμαι ερωτευμένος, σημαίνω, ενδιαφέρομαι για κπ, θέλω, θέλω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης querido

θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Querría un trozo de pastel, pero se supone que estoy a dieta.
Θέλω πολύ μια φέτα κέικ αλλά υποτίθεται ότι κάνω δίαιτα.

θέλω

verbo transitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero ser médico cuando sea mayor.
Θέλω να γίνω γιατρός όταν μεγαλώσω.

αγαπάω, αγαπώ

(familia, amistad)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por supuesto que quiero a mi madre.
Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου.

θέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero que estés aquí para las nueve de la noche.
Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε.

θέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hola. Quiero un rollo de película para mi cámara.

λατρεύω

(cariño)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me encanta Jane. ¡Siempre es tan divertido estar con ella!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτή η καινούρια σου φίλη είναι πολύ γλυκιά. Την αγαπώ!

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Necesitas llegar antes de que empiece la película.
Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο.

θέλω, επιθυμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si quieres un cacho de jamón, cógelo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εάν θέλεις να έρθεις μπες στο αυτοκίνητο!

έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quiero salir a comer esta noche.
Θέλω να βγω έξω για δείπνο απόψε.

νοιάζομαι

(amar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Envíale un email para hacerle saber que aún le quieres.
Στείλε του ένα μήνυμα για να του δείξεις πως τον αγαπάς ακόμα.

θέλω, προτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes hacer lo que quieras hasta que llegue a casa. Luego haremos la limpieza.
Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.

νοιάζομαι για κπ

Por supuesto que quiero pasar más tiempo contigo. Te quiero.
Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα.

επιθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella fue en contra del querer de su padre y se casó con el músico.

θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Haz lo que quieras! Yo me voy en cinco minutos.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si el corredor lo quiere lo suficiente, podría batir el record.

θέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me apetece una taza de té.
Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι.

εύχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ojalá dejara de hablar!
Μακάρι να σταματούσε να μιλάει!

δεν κρατιέμαι

(καθομιλουμένη, μτφ: να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy deseando contarte unos cotilleos sobre Mandy.
Δεν κρατιέμαι να σου πω το κουτσομπολιό για τη Μάντυ...

κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deseaba que la planta viviera, pero se le murió después de la sequía.
Προσπάθησε να κάνει το φυτό να επιζήσει με τη δύναμη της θέλησής του αλλά αυτό μαράθηκε λόγω ξηρασίας.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anhelaba estar de vuelta en casa con su familia.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του.

είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estoy dispuesta a terminar el informe por mí misma, pero tendrás que darme más tiempo.
Είμαι πρόθυμη (or: σύμφωνη) να τελειώσω την αναφορά η ίδια, αλλά θα πρέπει να μου δώσεις περισσότερο χρόνο.

θέλω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo siento, nunca tuve la intención de lastimarte.
Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω.

αγαπητός

(προσφώνηση, συχνά τυπικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Querido John, gracias por tu carta.
Αγαπημένε μου Γιάννη, σε ευχαριστώ για το γράμμα σου.

αγαπημένος, λατρεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nuestra querida abuela dejó esta vida el año pasado.
Η αγαπημένη (or: λατρεμένη) μας γιαγιά έφυγε από αυτόν τον κόσμο πριν από έναν χρόνο.

αγαπημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sí, querido hermano.
Ναι, αγαπημένε (or: αγαπητέ) μου αδερφέ.

αγαμημένε μου

interjección

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλυκός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Feliz cumpleaños a mi amada, querida madre!

πολυχρησιμοποιημένος

(usado durante mucho tiempo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

επιθυμητός, ποθητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los científicos lograron los resultados deseados.
Οι επιστήμονες πέτυχαν το επιθυμητό (or: ποθητό) αποτέλεσμα.

αγαπημένος, πολυαγαπημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Echó muchísimo de menos a su amado gato cuando estaba en el extranjero.
Της έλειπε η αγαπημένη της γάτα πάρα πολύ όσο ήταν στο εξωτερικό.

αγάπη μου, αγαπούλα μου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εραστής

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El hombre de mediana edad se presentó en el club nocturno con su nueva amante.

αγαπητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estamos en deuda con nuestro apreciado doctor.
Είμαστε υποχρεωμένοι στον αγαπητό μας γιατρό.

λατρευτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quiero agradecer a mi adorada familia por todo el apoyo que me han dado.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την λατρευτή μου οικογένεια για όλη την υποστήριξη που μου έχουν δώσει.

γλυκέ μου

(άντρας, αγόρι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hola cariño, ¿cómo te va?

αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Francamente, querida, ¡me importa un bledo!" es la famosa frase de Rhett Butter en "Lo que el viento se llevó".
«Ειλικρινά, καρδιά μου, δεν δίνω δεκάρα!» είναι η περίφημη ατάκα του Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος».

αγαπημένε, αγαπημένη

interjección

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγάπη μου

nombre masculino, nombre femenino (προσφώνηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Querida, por favor prepárame un café y dame un masaje.
Αγάπη μου, φτιάξε μου, σε παρακαλώ, έναν καφέ και κάνε μου λίγο μασάζ.

γλύκα, αγαπούλα

(αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No te preocupes, querido; ¡todo va a estar bien!

αγάπη μου, καρδιά μου, ψυχή μου

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Para cuando leas esto, querido, ya estaré en Francia.

αγαπητέ, αγαπητή

interjección

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγαπημένε, αγαπημένη

interjección

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ven y siéntate junto a mí, precioso.

ασυναίσθητα, ασυνείδητα

(sin conocer)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si ofendí a alguien me disculpo, lo hice inconscientemente.

ακούσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ασυνείδητος, ασυναίσθητος

(sin pensar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Te juro que fue un error inconsciente por mi parte.
Σου ορκίζομαι ότι ήταν ένα ασυναίσθητο λάθος εκ μέρους μου.

αναρωτιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me pregunto si le interesaría comprar aquel coche de allí.
Αναρωτιέμαι αν θα σας ενδιέφερε να αγοράσετε αυτό εδώ το αυτοκίνητο.

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La luz verde significa'adelante'.
Το πράσινο φως σημαίνει «φύγαμε».

τύχη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se conocieron por casualidad.
Γνωρίστηκαν κατά τύχη.

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ponerte el abrigo implica que estás listo para irte.

ακούσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los trabajos en la ruta ocasionaron una ruptura sin intención de una cañería.

κατά λάθος

(απροσχεδίαστα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Programó dos clases a la misma hora por accidente.

κατά λάθος, από λάθος

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Realmente se me cayó el jarrón sin querer; discúlpame.

σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si buscas comprar una nueva laptop, estas son nuestras recomendaciones.

ζητάω κτ ως αντάλλαγμα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si te hago este favor, puede que quiera algo a cambio.

υπονοώ, υπαινίσσομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Quisiste decir que no te gustó mi remera?

κρατάω γερά, δεν αφήνω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No quiero deshacerme de estos libros porque me recuerdan a mi infancia.

δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτ

locución verbal

δεν το ήθελα

(figurado) (για κάτι αρνητικό που προκάλεσα)

Disculpa si te ofendió mi sugerencia. No quise hacerte daño.

δεν δέχομαι κτ με τίποτα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέλω να συμμετάσχω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέλω να φύγω

(pareja) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de que su novio le pegara, Ofelia decidió que quería separarse.

υπονοώ, υπαινίσσομαι

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Adónde quieres llegar?
Τι υπονοείς;

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué quiere decir la palabra 'disponible'?
Τι πάει να πει «available»;

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué quieres decir cuando dices "a caballo regalado no se le miran los dientes"?

καθιστώ αγαπητό, καθιστώ προσφιλή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La actitud alegre de Margaret se ganó el cariño de todos en la oficina.

υπονοώ, εννοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No comprendo a dónde quieres llegar.
Δεν καταλαβαίνω πού το πας.

νοιάζομαι για κπ/κτ

(alguien)

Quiero a mis perros, me hacen compañía cuando no hay nadie más alrededor.

δευτερευόντως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ellos salen a pescar atún, pero accidentalmente también pescan otras especies.
Ψαρεύουν τόνους αλλά δευτερευόντως πιάνουν και άλλα είδη ψαριών.

απρόθυμος να δεχθεί

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με

locución verbal (coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Desde que me robó los aros, ya no quiero saber nada con ella.

δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ

(ότι/πως/πώς/ποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No quiero ni pensar cómo se debe sentir la familia de la víctima.

κατατάσσομαι

locución verbal (στρατός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se va a jubilar del ejército el año que viene; tenía sólo dieciocho cuanto quiso entrar.
Συνταξιοδοτείται από το στρατό του χρόνου. Ήταν μόνο δεκαοχτώ όταν κατατάχθηκε.

λατρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pastor quiere a su esposa.
Ο πάστορας υπεραγαπούσε τη σύζυγό του.

είμαι ερωτευμένος

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La quiero pero no me animo a decírselo.

σημαίνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando el perro ladra, significa que hay peligro cerca.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το πράσινο φως σημαίνει (or: πάει να πει) ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε.

ενδιαφέρομαι για κπ

Juliana todavía quiere a Simon después de todos estos años.
Η Τζουλιάνα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα ενδιαφέρεται για τον Σάιμον.

θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te apetece una copa de vino?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα σου έκανε κέφι ένας γύρος γκολφ το απόγευμα;

θέλω

(να κάνω κάτι τώρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo ganas de salir a cenar esta noche.
Θέλω να βγω για φαγητό σήμερα το βράδυ.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του querido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.