Τι σημαίνει το problemi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης problemi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του problemi στο Ιταλικό.

Η λέξη problemi στο Ιταλικό σημαίνει πρόβλημα, επιπλοκή, περιπλοκή, δύσκολο κομμάτι, το κακό με κτ, πρόβλημα, ζήτημα, θέμα, μπελάς, άσκηση, ζήτημα, θέμα, έννοια, έγνοια, το πρόβλημα, το πρόβλημα που έχει κπ/κτ, θέμα, πρόβλημα, ερώτημα, δυσκολία, δυσλειτουργία, πρόβλημα, έγνοια, έννοια, μπελάς, αναποδιά, προβληματικό σημείο, δυσλειτουργία, καθυστέρηση, τοίχος, πρόβλημα, πονοκέφαλος, βλάβη, αλκοολισμός, Τι τρέχει;, που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο, τι και αν, Τι τρέχει;, ξεκόλλα, κανένα πρόβλημα, δεν έχω αντίρρηση, πρόβλημα, ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημα, σπαζοκεφαλιά, λύση, απάντηση, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, μερική κώφωση, στεγαστική ανεπάρκεια, ακανθώδες πρόβλημα, πρόβλημα υγείας, οριζόντιο θέμα, αποφεύγω το ζήτημα, δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, Κανένα πρόβλημα!, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης problemi

πρόβλημα

(difficoltà)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quella macchina ha causato solo problemi.
Αυτό το αυτοκίνητο μας δημιούργησε μόνο προβλήματα.

επιπλοκή, περιπλοκή

(δυσκολία, πρόβλημα σε σχέδιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αντιμετωπίζουμε μια επιπλοκή με τον προμηθευτή μας.

δύσκολο κομμάτι

Il problema è raccogliere abbastanza denaro per il progetto.

το κακό με κτ

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il problema di vivere in campagna è che per andare ovunque bisogna spostarsi in macchina. Il problema dei gatti è che lasciano il pelo dappertutto.

πρόβλημα, ζήτημα, θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dobbiamo affrontare il problema dei comportamenti antisociali nelle nostre strade.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στους δρόμους.

μπελάς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Peter ha detto al bambino: "Fammi sapere se quel bullo ti crea qualche problema."

άσκηση

sostantivo maschile (matematica, quesito)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho una serie di problemi di matematica da fare a casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο δάσκαλος μας έβαλε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα στα μαθηματικά και κανείς δεν βρήκε τη λύση.

ζήτημα, θέμα

(πρόβλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La proprietà del terreno è il problema principale.
Η ιδιοκτησία της γης είναι το κύριο ζήτημα (or: θέμα).

έννοια, έγνοια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non è un mio problema.
Αυτό δε με αφορά.

το πρόβλημα

Che problema hai? Hai bisogno di aiuto?
Τι τρέχει; Χρειάζεσαι βοήθεια;

το πρόβλημα που έχει κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che problema ha la tua valigia? Si è rotta la maniglia?
Τι τρέχει με τη βαλίτσα σου; Έσπασε το χερούλι;

θέμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha dei problemi irrisolti dalla sua infanzia.

πρόβλημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questa lavatrice dà problemi in continuazione.
Αυτό το πλυντήριο βγάζει συνεχώς προβήματα.

ερώτημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci dovrei andare o no? Questo è il problema.
Να πάω ή όχι; Ιδού η απορία.

δυσκολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stava avendo delle difficoltà a fare entrare la chiave nella porta.
Είχε πρόβλημα να βάλει το κλειδί στην πόρτα.

δυσλειτουργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Πήγα το αμάξι μέσα γιατί είχε μια δυσλειτουργία στα ηλεκτρικά.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω με ποιο τρόπο να έρθω σ' επαφή με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.

έγνοια, έννοια

(ανησυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non ha alcuna preoccupazione.
Δεν έχει την παραμικρή έγνοια (or: έννοια).

μπελάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Είναι πάντα ταλαιπωρία να περνάς από την ασφάλεια του αεροδρομίου.

αναποδιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Temo che abbiamo incontrato un problema, non saremo in grado di finire il progetto per la scadenza.
Έγινε μια στραβή και δε θα μπορέσουμε να τελειώσουμε το πρότζεκτ εντός της προθεσμίας.

προβληματικό σημείο

(problema)

La funzionalità limitata di questa app su alcuni sistemi operativi rappresenta la nota dolente per i clienti.

δυσλειτουργία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A causa di un guasto al proiettore questa sera lo spettacolo non ci sarà.
Λόγω μιας δυσλειτουργίας του προβολέα δεν θα υπάρξει παράσταση απόψε.

καθυστέρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Άργησες δυο ώρες, τι σε καθυστέρησε;

τοίχος

(μεταφορικά: εμπόδιο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il progetto ha incontrato un ostacolo quando un incidente ha bloccato la linea di produzione.

πρόβλημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il programma di Jim è stato ritardato da alcuni intoppi.

πονοκέφαλος

(figurato: problema) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questo progetto sta diventando un bel guaio.

βλάβη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλκοολισμός

(estensivamente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'alcolismo imperversa nel Regno Unito.

Τι τρέχει;

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο

(poco importante) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Στον αδερφό σου αρέσει να πίνει καμιά μπίρα πού και πού. Σιγά το πράγμα!

τι και αν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Che problema c'è se ogni tanto bevo una birra?
Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο;

Τι τρέχει;

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκόλλα

(colloquiale) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
E così ti ha lasciato. Non farne un dramma! C'è di molto meglio in giro, dammi retta.
Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες.

κανένα πρόβλημα

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Scusami, ti ho pestato il piede". "Nessun problema".

δεν έχω αντίρρηση

(colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Ti va bene se vado?" "Mi va bene."

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Ρον κάλεσε τον κουμπιουτερά να διορθώσει ένα σφάλμα στο πρόγραμμα.

ακανθώδες πρόβλημα, ακανθώδες ζήτημα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

Licenziare il membro di una famiglia è un problema delicato.

σπαζοκεφαλιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λύση, απάντηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La soluzione al problema potrebbe essere piuttosto semplice.
Η λύση μπορεί να είναι πολύ απλή.

φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μερική κώφωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi spiace doverle dire che con il suo problema uditivo nessun apparecchio acustico sarebbe d'aiuto.

στεγαστική ανεπάρκεια

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il problema abitativo riguarda spesso gli studenti, che non riescono a trovare case economiche da affittare.

ακανθώδες πρόβλημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόβλημα υγείας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ho smesso di fare escursioni in montagna perché ho diversi problemi di salute legati all'età.

οριζόντιο θέμα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

αποφεύγω το ζήτημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hai portato i pantaloni a lavare? -No -Non fa niente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν με πειράζει να κάτσεις δίπλα μου.

Κανένα πρόβλημα!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Questa radio non funziona, voglio essere rimborsato! Certamente, non c'è problema!
Το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί, θέλω τα χρήματά μου πίσω! Βεβαίως κύριε, κανένα πρόβλημα!

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non abbiamo tovaglioli ma la carta assorbente dovrebbe andar bene per tamponare il problema.

βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του problemi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του problemi

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.