Τι σημαίνει το pleasure στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pleasure στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pleasure στο Αγγλικά.
Η λέξη pleasure στο Αγγλικά σημαίνει ευχαρίστηση, απόλαυση, χαρά, αναψυχή, χαρά, ευχαρίστηση, επιθυμώ, ικανοποιώ, προσφέρω χαρά, ένοχη απόλαυση, έντονη απόλαυση, ευχαρίστηση μου, χαρά μου, αισθησιασμός, ταξίδι αναψυχής, που του αρέσει να περνάει καλά, αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης, που επιδιώκει την ευχαρίστηση, που κυνηγά την ευχαρίστηση, που αναζητά την ευχαρίστηση, σαρκική απόλαυση, σαρκική απόλαυση, ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυση, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, Χαρά μου!, ευχαρίστως, ευχαρίστως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pleasure
ευχαρίστηση, απόλαυσηnoun (enjoyment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eating chocolate brings Sally great pleasure. Η Σάλι νιώθει μεγάλη ευχαρίστηση όταν τρώει σοκολάτα. |
χαράnoun (agreeable feeling) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's a pleasure to meet you. Είναι χαρά μου που σας γνωρίζω. |
αναψυχήnoun (not work) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Are you travelling for business or pleasure? Ταξιδεύεις για δουλειά ή αναψυχή; |
χαρά, ευχαρίστησηnoun (enjoyed activity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gardening was his only pleasure. |
επιθυμώnoun (formal (will, desire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What is your pleasure, sir? Τι θα θέλατε κύριε; |
ικανοποιώtransitive verb (please sexually) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A considerate man will find new ways of pleasuring his lover. |
προσφέρω χαράintransitive verb (be enjoyable) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A beautiful sunset always gives me pleasure. |
ένοχη απόλαυσηnoun (enjoyable but bad) |
έντονη απόλαυσηnoun (extremely enjoyable sensation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She took intense pleasure from sipping such a fine wine. |
ευχαρίστηση μου, χαρά μουinterjection (you're welcome) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A: Thanks for all your help. B: My pleasure. A. Thank you. B. My pleasure. Α: Ευχαριστώ για την βοήθειά σας. Β: Ευχαρίστησή μου. Α: Ευχαριστώ Β: Ευχαρίστησή μου. |
αισθησιασμόςnoun (sensuality, sensuousness) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταξίδι αναψυχήςnoun (holiday, vacation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I've been overseas a few times this year but my trip to Hawaii was the only pleasure trip. |
που του αρέσει να περνάει καλάadjective (enjoys good things in life) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησηςnoun (desire for fun, enjoyment) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που επιδιώκει την ευχαρίστηση, που κυνηγά την ευχαρίστηση, που αναζητά την ευχαρίστησηadjective (looking for fun) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σαρκική απόλαυσηnoun (sexual enjoyment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Some people experience sensual pleasure when a partner massages their scalp. |
σαρκική απόλαυσηnoun (physical, sensuous enjoyment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He often experienced a sensual pleasure when eating a chocolate cake. |
ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυσηnoun (stimulation, enjoyment of sex) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She received little sexual pleasure from the relationship. |
απολαμβάνω, ευχαριστιέμαιtransitive verb (enjoy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They seemed to take pleasure in my obvious discomfort. |
Χαρά μου!expression (formal (You're welcome.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Thank you for cooking us such a wonderful dinner." "The pleasure is all mine." «Σ' ευχαριστούμε που μας ετοίμασες ένα τόσο υπέροχο δείπνο!».«Χαρά μου!» |
ευχαρίστωςadverb (gladly, willingly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Thank you. I accept your invitation with pleasure. |
ευχαρίστωςinterjection (polite reply to request or thanks) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pleasure στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του pleasure
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.