Τι σημαίνει το smile στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης smile στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του smile στο Αγγλικά.

Η λέξη smile στο Αγγλικά σημαίνει χαμογελάω, χαμόγελο, χαμογελάω σε κπ/κτ, χαμογελώ σε κπ/κτ, χαμογελάω σε κπ, χαμογελώ σε κπ, χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα, χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα, εκφράζω με ένα χαμόγελο, σκάω, λαμπρό χαμόγελο, σκάω χαμόγελο, προσποιητό χαμόγελο, ψεύτικο χαμόγελο, πονηρό χαμόγελο, προκαλώ χαμόγελα, χαμογελάκι, γελάκι, ειρωνικό χαμόγελο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης smile

χαμογελάω

intransitive verb (grin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He smiled when he heard the good news.
Χαμογέλασε όταν άκουσε τα καλά νέα.

χαμόγελο

noun (grin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her smile was her best feature.
Το χαμόγελό της ήταν το πιο ωραίο της χαρακτηριστικό.

χαμογελάω σε κπ/κτ, χαμογελώ σε κπ/κτ

(bless with good fortune) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
God smiled upon us and gave us a good crop this year.

χαμογελάω σε κπ, χαμογελώ σε κπ

(give [sb] a smile)

It's magical when your baby smiles at you for the first time.

χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα

(regard with pleasure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Danny smiled at the memory of dancing with Laura.

χαμογελαώ στη θέα, χαμογελώ στη θέα

(regard with amusement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She smiled at the innocence of the little boy's question.

εκφράζω με ένα χαμόγελο

transitive verb (express with a smile)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He smiled his approval when the waiter poured more wine.
Εξέφρασε την επιδοκιμασία του με ένα χαμόγελο όταν ο σερβιτόρος του έβαλε και άλλο κρασί.

σκάω

transitive verb (make a particular smile) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She smiled a wide grin when she won the game.
Όταν κέρδισε το παιχνίδι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο

λαμπρό χαμόγελο

noun (cheerful manner)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Charlie always had a bright smile and a cheerful disposition when he went to work.

σκάω χαμόγελο

verbal expression (informal (manage to smile) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tennis player managed to crack a smile even though she had lost the match.

προσποιητό χαμόγελο, ψεύτικο χαμόγελο

noun (informal (smile that is insincere)

Helen's fake smile never fooled me, I knew she was a snake from the beginning.

πονηρό χαμόγελο

noun (smile that suggests secret understanding) (ξέρω κάτι)

She stammered and he gave her a knowing smile.

προκαλώ χαμόγελα

verbal expression (be funny) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His amusing introduction raised a smile from the audience.

χαμογελάκι, γελάκι

noun (typed emoticon) (πληροφορική: εμότικον)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's unprofessional to put smileys in work emails.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιείς χαμογελάκια στα επαγγελματικά email. Δεν δείχνει επαγγελματική συμπεριφορά.

ειρωνικό χαμόγελο

noun (smile at [sth] witty)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του smile στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του smile

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.