Τι σημαίνει το opinione στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης opinione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του opinione στο Ιταλικό.

Η λέξη opinione στο Ιταλικό σημαίνει αίσθηση, γνώμη, άποψη, γνώμη, άποψη, σκέψεις, γνώμη, άποψη, άποψη, διορατικότητα, ενορατικότητα, διαίσθηση, γνώμη, το πιστεύω, γνώμη, άποψη, κρίση, εκτίμηση, άποψη, οπτική, κρίση, θέση, άποψη, εντύπωση, αίσθηση, κρίση, άποψη, γνώμη, άποψη, σκοπιά, γνώμη, άποψη, εγωισμός, αλλάζω γνώμη, κόσμος, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, κοινώς αποδεκτό, επικρατούσα άποψη, κυρίαρχο ρεύμα, λανθασμένη κρίση, εσφαλμένη κρίση, αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα, κακή γνώμη, άσχημη γνώμη, δημοσκόπηση, καθιερωμένες απόψεις, κοινή πεποίθηση, συγκατάθεση δικαστή, επικρατούσα άποψη, γενική παραδοχή, κοινή άποψη, παραδοσιακή άποψη, ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη, κοινή γνώμη, πιστεύω, θεωρώ, κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά, έχω καλή γνώμη για κπ, δε βλέπω με καλό μάτι κτ, εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση, έχω κπ/κτ χαμηλά στην εκτίμησή μου, αρθρογραφώ, αποφαίνομαι, παρανοώ, έχω κπ/κτ σε χαμηλή εκτίμηση, δοκιμάζω τα νερά, εκφέρω άποψη, εκφράζω γνώμη, προαποφασισμένος, αντιμετωπίζω πιο θετικά, διερευνώ, δημόσια οργή, λαϊκή κατακραυγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης opinione

αίσθηση

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia opinione è che questo progetto non funziona e dobbiamo ripensarlo.

γνώμη, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'opinione di Sarah circa le capacità del nuovo tirocinante si rivelò esatta, quando questo cominciò a fare un errore dopo l'altro.
Η άποψη της Σάρα για τις ικανότητες του νέου ασκούμενου αποδείχθηκε σωστή ενώ εκείνος έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο.

γνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άποψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia opinione è che la pena di morte è moralmente sbagliata.
Η άποψή μου είναι ότι η θανατική ποινή είναι ηθικά ανάρμοστη.

σκέψεις

(opinione)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Qual'è la tua opinione (or: posizione) riguardo alla politica estera del governo?
Τι γνώμη (or: άποψη) έχεις για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης;

γνώμη, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia opinione al riguardo è che dovremmo continuare a tentare finché avremo esaurito tutte le possibilità.
Η γνώμη μου για αυτό είναι πως πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε μέχρι να εξαντλήσουμε όλες τις πιθανότητες.

άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo aver considerato la questione, il mio parere ora è che dovremmo dargli il lavoro.
Σκέφτηκα πολύ πάνω στο ζήτημα, και η άποψή μου τώρα είναι ότι πρέπει να του δώσουμε τη δουλειά.

διορατικότητα, ενορατικότητα, διαίσθηση

(comprensione profonda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua intuizione della mente umana era affascinante.
Η διορατικότητά του για το ανθρώπινο μυαλό ήταν εντυπωσιακή.

γνώμη

(άποψη για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il sito web esorta i visitatori a lasciare un commento su cosa trovano positivo o negativo del sito stesso.
Ο ιστότοπος προτρέπει τους επισκέπτες του να εκφράσουν τη γνώμη τους (or: τα σχόλιά τους) για το τι τους αρέσει και τι όχι.

το πιστεύω

(συνήθως πληθυντικός)

Παρά τις δυσκολίες στη ζωή της, η Ρόουζ έμεινε πιστή στα πιστεύω της.

γνώμη, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non cambiare idea riguardo a questa questione, per favore.
Μην αλλάξεις γνώμη γι' αυτό το θέμα, σε παρακαλώ.

κρίση, εκτίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A suo stesso avviso, è un bravo attore!

άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qual è il tuo punto di vista sulla situazione in Africa?
Τι άποψη έχεις για την κατάσταση στην Αφρική;

οπτική

sostantivo femminile (idee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Progressisti e conservatori hanno visioni politiche diverse.
Οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι έχουν διαφορετικές πολιτικές οπτικές.

κρίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'analisi di mia madre sulla mia scrittura è sempre precisa.
Η κριτική της μητέρας μου για τα γραπτά μου είναι πάντα ακριβής.

θέση, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wendy non era d'accordo con il punto di vista di Michael.

εντύπωση, αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho idea che ci chiamerà stasera.
Έχω μια υποψία πως θα μας τηλεφωνήσει σήμερα το βράδυ.

κρίση, άποψη, γνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A suo parere che cosa bisogna fare per il deficit?
Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα;

άποψη, σκοπιά

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Secondo il punto di vista del manager, i piani di riduzione dei costi sono comprensibili.

γνώμη, άποψη

(για κτ ή σχετικά με κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qual è il tuo punto di vista sulla questione?

εγωισμός

(formale, figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αλλάζω γνώμη

κόσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Scoppierà uno scandalo quando tutti lo sapranno.

της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Abbiamo raggiunto l'unanimità: adesso tutto il comitato è della stessa opinione riguardo a questo argomento.

κοινώς αποδεκτό

sostantivo femminile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È opinione generale che la democrazia sia la miglior forma di governo.

επικρατούσα άποψη

C'è un vasto consenso circa la costruzione di un nuovo parco giochi.
Η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι πρέπει να φτιάξουμε μια καινούρια παιδική χαρά.

κυρίαρχο ρεύμα

(μεταφορικά)

Η Τίνα αποφάσισε να φτιάξει τη δική της κοινωνική ομάδα επειδή οι χίπστερ είχαν γίνει της μόδας.

λανθασμένη κρίση, εσφαλμένη κρίση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη

sostantivo femminile

Se non ci sono opinioni contrarie possiamo procedere.

κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή

sostantivo femminile (άποψη των περισσότερων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli scienziati sono dell'opinione comune che il Big Bang sia avvenuto 17 miliardi di anni fa.

γενική άποψη, γενική θέση, γενική ιδέα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Contrariamente all'opinione comune, i pinguini non vivono soltanto in condizioni di freddo estremo.

κακή γνώμη, άσχημη γνώμη

sostantivo femminile

Ho una bassa considerazione di quel negoziante perché truffa i clienti.

δημοσκόπηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Secondo l'ultimo sondaggio d'opinione, il 65% della gente si è detto favorevole alla nostra politica estera.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση, το 65% της κοινής γνώμης εγκρίνει την εξωτερική πολιτική μας.

καθιερωμένες απόψεις

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'opinione diffusa è che lei sarà il prossimo Direttore Generale.

κοινή πεποίθηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È opinione comune che l'istruzione allarga le prospettive lavorative.

συγκατάθεση δικαστή

sostantivo femminile (νομικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Attraverso un'opinione convergente il giudice ha condiviso il verdetto della giuria, sebbene per motivi diversi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στη δίκη υπήρξε συγκατάθεση του δικαστή για την ετυμηγορία της ποινής.

επικρατούσα άποψη

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενική παραδοχή, κοινή άποψη

sostantivo femminile

L'opinione dominante degli scienziati di punta è che il riscaldamento globale sia in aumento.

παραδοσιακή άποψη

Nel medioevo era credenza diffusa che la Terra fosse piatta.

ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη

sostantivo femminile

κοινή γνώμη

sostantivo femminile

πιστεύω, θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non sono rimasto impressionato dalla nuova mostra di quell'artista. L'ho reputata banale.

έχω καλή γνώμη για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δε βλέπω με καλό μάτι κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I suoi genitori avevano una scarsa opinione delle sue scelte riguardo ai ragazzi.

εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω κπ/κτ χαμηλά στην εκτίμησή μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

αρθρογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (giornalismo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Molte delle agenzie stampa conservatrici hanno scritto un editoriale contro il matrimonio omosessuale.

αποφαίνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρανοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω κπ/κτ σε χαμηλή εκτίμηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοκιμάζω τα νερά

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'azienda sta sondando il terreno per capire quale sarà la reazione dei clienti al nuovo prodotto.

εκφέρω άποψη, εκφράζω γνώμη

verbo transitivo o transitivo pronominale

Non esprimerò un giudizio finché non avrò sentito tutta la storia.

προαποφασισμένος

(mente, idea) (άποψη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Fu organizzata una riunione per discutere dei progetti, ma la maggior parte della gente arrivò con delle opinioni precostituite.
Πραγματοποιήθηκε συνάντηση για να συζητηθούν τα σχέδια. Οι περισσότεροι, όμως, προσήλθαν έχοντας ήδη πάρει την απόφασή τους.

αντιμετωπίζω πιο θετικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avrei una migliore opinione su di lui se fosse più simpatico.

διερευνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (προθέσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dobbiamo sondare l'opinione di un campione più ampio della popolazione per ottenere un risultato più accurato.

δημόσια οργή, λαϊκή κατακραυγή

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του opinione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.