Τι σημαίνει το noto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης noto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noto στο Ιταλικό.

Η λέξη noto στο Ιταλικό σημαίνει βλέπω, παρατηρώ, παρατηρώ, προσέχω, παίρνω χαμπάρι, διακρίνω, αναγνωρίζω, παίρνει το μάτι μου, προσέχω, παρατηρώ, παρατηρώ, προσέχω, πιάνει το μάτι μου, καταλαβαίνω, παρατηρώ, σημειώνω, εντοπίζω, ανοιχτά δηλωμένος, δημόσια δηλωμένος, γνωστός, επιφανής, γνωστό, εξέχων, επιφανής, διάσημος, γνωστός, διάσημος, γνωστός, αποδεκτός, γνωστός, διάσημος, αναγνωρισμένος, διαβόητος, περιβόητος, κοινός τόπος, αναγνωρισμένος, διάσημος, γνωστός, ξακουστός, συνηθισμένος, γνώριμος, αναγνωρίσιμος, δημοφιλής, τραβώ την προσοχή, έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνεια, τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα, οφείλω να τονίσω, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, κάνω κπ να αντιληφθεί κτ, σταματώ να κρύβομαι, χαμηλού προφίλ, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, παρατηρώ, σημειώνω, απευθύνω κτ σε κπ, που φωνάζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης noto

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti ha notato o no?
Σε έχει δει ή όχι ακόμα;

παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai notato che era ubriaco?
Παρατήρησες ότι ήταν μεθυσμένος;

παρατηρώ, προσέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (osservare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha notato che lui non indossava il suo anello.
Παρατήρησε ότι δεν φορούσε το δαχτυλίδι του.

παίρνω χαμπάρι

verbo transitivo o transitivo pronominale (accorgersi di [qlcs]) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν τον είχα πάρει καν χαμπάρι πριν τον δω σε αυτήν τη ρομαντική κωμωδία. Τώρα είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός!

διακρίνω, αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn ha notato l'odore di gas.
Αντιλήφθηκα ένα τόνο οίκτου στη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας.

παίρνει το μάτι μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tornando a casa ieri sera ho notato un nuovo ristorante.
Εντόπισα ένα νέο εστιατόριο καθώς γυρίζαμε σπίτι χτες βράδυ.

προσέχω, παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha notato il suo dispiacere e ha risposto adeguatamente.
Πρόσεξε (or: Παρατήρησε) τη δυσαρέσκειά της και απάντησε κατάλληλα.

παρατηρώ, προσέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il buco nella recinzione che Jim aveva notato il giorno prima era diventato più grande.

πιάνει το μάτι μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando ho intravisto il mio aspetto allo specchio, sono tornata immediatamente all'armadio per cambiarmi.
Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω.

καταλαβαίνω

(al condizionale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo diresti che sono ingrassato di cinque chili?
Μπορείς να καταλάβεις ότι έχω πάρει πέντε κιλά;

παρατηρώ, σημειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John osservò: "È stato molto coraggioso."
«Ήταν πολύ θαρραλέο,» παρατήρησε ο Τζον.

εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poliziotto ha individuato il criminale e ha cominciato a rincorrerlo.
Ο αστυνομικός εντόπισε τον κακοποιό κι άρχισε να τον κυνηγάει.

ανοιχτά δηλωμένος, δημόσια δηλωμένος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Il candidato era un noto socialista e ottenne pochissimi voti in quel paese capitalista.
Ο υποψήφιος είχε δημόσια εκφράσει τον σοσιαλιστικό του προσανατολισμό και γι' αυτό έλαβε πολύ λίγες ψήφους σε αυτή την καπιταλιστική χώρα.

γνωστός, επιφανής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I politici sono persone note.

γνωστό

aggettivo (matematica) (μαθηματικά: με τιμή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se x e y sono noti possiamo trovare z.
Αν το x και το y είναι γνωστά (or: δεδομένα), μπορούμε να βρούμε το z.

εξέχων

(λόγιος)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La torre Eiffel è un illustre monumento di Parigi.
Ο Πύργος του Άιφελ είναι ένα πασίγνωστο παριζιάνικο αξιοθέατο.

επιφανής, διάσημος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il padre illustre di Tina aveva grosse aspettative per la figlia.

γνωστός

aggettivo (αναγνωρίσιμος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un noto serial killer.
Είναι ένας γνωστός δολοφόνος.

διάσημος, γνωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti attori e attrici sono famosi in tutto il mondo.
Πολλοί ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, είναι γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο.

αποδεκτός, γνωστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un fatto noto che l'acqua marina sia salata.
Είναι γνωστό ότι το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό.

διάσημος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non ho mai desiderato essere famoso.
Ποτέ δεν ήθελα να γίνω γνωστή.

αναγνωρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ruth è un'esperta riconosciuta di storia greca antica.

διαβόητος, περιβόητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Finalmente il famigerato boss criminale è stato messo in prigione.
Ο διαβόητος (or: περιβόητος) αρχηγός του εγκλήματος οδηγήθηκε τελικά στην φυλακή.

κοινός τόπος

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È risaputo che se prendi troppo sole ti puoi scottare.

αναγνωρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si accettano donazioni solo da persone note.
Δεχόμαστε συνεισφορές μόνο από αναγνωρισμένες πηγές.

διάσημος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γνωστός, ξακουστός

aggettivo (διάσημος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È famoso per le sue proteste di strada.
Είναι γνωστός (or: ξακουστός) για τις πορείες διαμαρτυρίας του.

συνηθισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La pressa per l'aglio è un oggetto domestico di uso comune.
Η πρέσα σκόρδου είναι ένα συνηθισμένο εργαλείο της κουζίνας.

γνώριμος, αναγνωρίσιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un volto conosciuto qui da queste parti.
Είναι γνώριμο (or: αναγνωρίσιμο) πρόσωπο εδώ γύρω.

δημοφιλής

(luogo, ecc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo il successo del festival musicale questa città è diventata rinomata.

τραβώ την προσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quella nuova macchina sportiva attirerà certamente l'attenzione.

έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνεια

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wow, quello sì che è un vestito che attira l'attenzione!

οφείλω να τονίσω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, κάνω κπ να αντιληφθεί κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non so come fargli notare quanto sta ferendo i sentimenti di lei.

σταματώ να κρύβομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vieni fuori da lì e fatti vedere!
Βγες από εκεί και σταμάτα να κρύβεσαι!

χαμηλού προφίλ

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono tornato indietro al mio posto nella fila prima che l'insegnante si accorgesse che mi ero allontanato.

παρατηρώ, σημειώνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Έλεν παρατηρεί πως έχουν αργήσει.

απευθύνω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

O'Neil ha indirizzato le sue osservazioni agli imprenditori presenti nel pubblico.
Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό.

που φωνάζει

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bill aveva la tendenza ad indossare magliette che si facevano notare.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.