Τι σημαίνει το migliorare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης migliorare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του migliorare στο Ιταλικό.

Η λέξη migliorare στο Ιταλικό σημαίνει βελτιώνω, βελτιώνομαι, βελτιώνω, αυξάνομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω, βελτιώνω, βετλιώνομαι, καλυτερεύω, γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι, αναβαθμίζω, βελτιώνω, βοηθάω, βοηθώ, αυξάνομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω, βελτιώνω, βελτιώνω, καλυτερεύω, βελτιώνω, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, βελτιώνομαι, βελτιώνω, διορθώνω, καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω, εκλέπτυνση, αναρρώνω, βελτιώνω, ανακαινίζω, δίνω αξία σε κτ, ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω, υποχωρώ, ενεργοποιώ, πάω καλύτερα, αυξάνω, αναβαθμίζω, καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα, βελτίωση, ενίσχυση, είμαι από τους καλύτερους, λαμβάνω επιπλέον εκπαίδευση, βελτιώνομαι, βελτιώνομαι, επιταχύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης migliorare

βελτιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rendere migliore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha lavorato molto per migliorare questo sito web.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αγωνιστήκαμε σκληρά για να καλυτερέψουμε τις συνθήκες εργασίας στη χώρα μας.

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se continui a studiar sodo, la tua conoscenza del francese migliorerà.
Εάν συνεχίσεις να μελετάς σκληρά οι γνώσεις σου στα Γαλλικά θα βελτιωθούν.

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha cercato di migliorare la sua tecnica attraverso un costante allenamento.
Προσπάθησε να βελτιώσει την τεχνική του μέσω συνεχούς εξάσκησης.

αυξάνομαι

verbo intransitivo (aumentare il valore)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con una ripresa dell'economia i titoli azionari miglioreranno.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών.

βελτιώνομαι, καλυτερεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βελτιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I sindacati hanno dato alle industrie la possibilità di migliorare la loro offerta prima di indire uno sciopero generale.

βετλιώνομαι, καλυτερεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il paziente ha iniziato a migliorare dopo la seconda cura.
Μετά τη δεύτερη θεραπεία, ο ασθενής άρχισε να βελτιώνεται (or: καλυτερεύει).

γίνομαι καλύτερος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Si migliora a scacchi facendo pratica.
Αν εξασκηθείς, θα βελτιωθείς στο σκάκι.

βελτιώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ragazzi, se non migliorate siete fuori!
Ε, παιδιά! Καλύτερα να βελτιωθείτε αλλιώς θα πάρετε πόδι.

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθάω, βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un po' più di sale migliorerebbe la sua cucina.
Λιγάκι αλάτι θα βοηθούσε την μαγειρική του. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις με το να σηκώσεις την άλλη άκρη του τραπεζιού.

αυξάνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La qualità di questo prodotto è migliorata nell'ultimo anno.

βελτιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le condizioni del paziente stavano migliorando.

καλυτερεύω, βελτιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha passato la sua vita cercando di migliorare le condizioni di vita dei poveri.
Πέρασε όλη της τη ζωή προσπαθώντας να καλυτερέψει τις συνθήκες ζωής των φτωχών.

βελτιώνω, καλυτερεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'intervento dell'ambasciatore potrebbe migliorare la situazione.
Η παρέμβαση του πρέσβη μπορεί και να βελτιώσει (or: καλυτερεύσει) την κατάσταση.

βελτιώνω, καλυτερεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βελτιώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le abilità Aliya nel tennis sono migliorate da quando Marcus le sta dando lezioni.
Πραγματικά, η Αλίγια βελτιώθηκε στο τένις από τότε που άρχισε να την προπονεί ο Μάρκους.

βελτιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bambino sta migliorando nella lettura.

βελτιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quando hanno quella nuova insegnante tutti i bambini della classe hanno migliorato le loro abilità in inglese.

διορθώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei che Paul migliorasse i suoi modi rudi.

καλυτερεύω, βελτιώνομαι, ξανοίγω

(tempo meteorologico) (καιρός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stamattina il tempo era nuvoloso, ma ora si è schiarito.

εκλέπτυνση

(τρόποι, συμπεριφορά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναρρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βελτιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prendendo un diploma ha aumentato le sue possibilità di trovare lavoro.
Βελτίωσε τις προοπτικές του να βρει δουλειά αποκτώντας πανεπιστημιακό πτυχίο.

ανακαινίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnia ha migliorato gli uffici per dare alla società un aspetto più moderno.
Η εταιρεία ανακαίνισε τα γραφεία της για να αποκτήσει πιο μοντέρνο ύφος.

δίνω αξία σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tua prima bozza non è male, ma possiamo abbellirla ancora un po'.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il dottore mi ha detto che l'irritazione guarirà nel giro di sei settimane.
Ο γιατρός μου είπε ότι το εξάνθημα θα υποχωρήσει σε περίπου έξι βδομάδες.

ενεργοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω καλύτερα

(migliorare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχω περάσει δύσκολες στιγμές τον τελευταίο χρόνο, τα πράγματα όμως αρχίζουν να φτιάχνουν (or; βελτιώνονται).

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La popolarità del politico cresceva di settimana in settimana. La salute del paziente migliorava ogni giorno.

αναβαθμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Progettiamo di potenziare tutti i sistemi della compagnia per portarli più in linea con le necessità dei clienti di oggi.

καλυτερεύω την κατάσταση για εμένα

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mio padre lavorava in fabbrica, invece io volevo migliorare la mia condizione ed ero deciso a trovare un lavoro d'ufficio.

βελτίωση, ενίσχυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il miglioramento dell'immagine dell'azienda è avvenuto grazie alle operazioni di beneficenza che ha sostenuto di recente.
Η ενίσχυση της εταιρικής εικόνας προέκυψε από την πρόσφατη φιλανθρωπική δράση της.

είμαι από τους καλύτερους

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαμβάνω επιπλέον εκπαίδευση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βελτιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert deve migliorare la sua resa per poter superare l'esame.

βελτιώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιταχύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (di motore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'installazione di un migliore sistema di scarico darà maggiore potenza al motore della tua auto.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του migliorare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.