Τι σημαίνει το material στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης material στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του material στο Αγγλικά.

Η λέξη material στο Αγγλικά σημαίνει υλικό, ύφασμα, υλικό, υλικός, ουσιαστικής σημασίας, ουσιαστικός, ουσιώδης, υλικά, υλικό, βοηθητικό υλικό, βιογραφικό υλικό, οικοδομικά υλικά, καύσιμο, καύσιμο, κατασκευαστικό υλικό, υλικό διδασκαλίας, υλικό μαθήματος, εύφλεκτο υλικό, φλις, fleece, καθοδηγητικό υλικό, επικίνδυνο υλικό, υλική περιουσία, ουσιώδης παραβίαση, ουσιαστική παραβίαση, σοβαρή παραβίαση, αστοχία υλικού, υλίστρια, υλικοί πόροι, υλικά αγαθά, υλικός πλούτος, υλικός κόσμος, υλικό επίστρωσης, προωθητικό υλικό, προωθητικό υλικό, πρώτες ύλες, ανακυκλωμένο υλικό, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, πηγή, διδακτικό υλικό, απόβλητα, κορίτσι για σπίτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης material

υλικό

noun (physical substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is some sort of material covering this table to make it so smooth.
Αυτό το τραπέζι καλύπτεται από κάποιο υλικό που το κάνει τόσο λείο.

ύφασμα

noun (UK (fabric)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you felt the material for the curtains? It is so smooth.
Έπιασες το ύφασμα για τις κουρτίνες; Είναι τόσο απαλό.

υλικό

noun (subject matter, content)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The researcher has finished gathering all the material she needs. After we are done with this, we need to look at the reading material for this class.
Μόλις τελειώσουμε με αυτό, πρέπει να ασχοληθούμε με την ύλη που έχουμε γι' αυτό το μάθημα.

υλικός

adjective (physical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Heat has no effect on the material form of this substance.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο σημερινό μάθημα θα μελετήσουμε τον όγκο και το βάρος των υλικών σωμάτων.

ουσιαστικής σημασίας

adjective (highly important)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Yes, his actions that day are material to the lawsuit.
Ναι, οι πράξεις εκείνης της μέρας είναι ουσιαστικής σημασίας για την αγωγή.

ουσιαστικός, ουσιώδης

adjective (figurative (substance, not form)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Let's try to take the emotion away and consider the material facts.
Ας δοκιμάσουμε να αφήσουμε στην άκρη τα συναισθήματα και να ασχοληθούμε με ουσιώδη (or: ουσιαστικά) πράγματα.

υλικά

noun (uncountable (equipment)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Yes, we have some material to help us do the job in the truck.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε την κατασκευή, γιατί ξεμείναμε από πρώτες ύλες.

υλικό

noun (potential)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's the right material to make a very good teacher.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει τη στόφα του νικητή και πιστεύω πως θα τα πάει πολύ καλά.

βοηθητικό υλικό

noun (informative text)

βιογραφικό υλικό

noun (information about [sb]'s life)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The program brochure includes biographical material on the keynote speakers.

οικοδομικά υλικά

noun ([sth] used to construct buildings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The contractor ordered the building materials for my new house.

καύσιμο

noun (fuel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καύσιμο

noun ([sth] that burns)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Do not store combustible materials close to the furnace.
Μην αποθηκεύετε καύσιμα υλικά κοντά στην κάμινο.

κατασκευαστικό υλικό

noun ([sth] used to build)

υλικό διδασκαλίας, υλικό μαθήματος

noun (often plural ([sth] studied in class)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εύφλεκτο υλικό

noun (burns easily)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fire was difficult to control because there was so much flammable material in every room.

φλις, fleece

noun (soft woolen fabric) (μαλακό μάλλινο ύφασμα)

καθοδηγητικό υλικό

noun (instructions, guidelines)

επικίνδυνο υλικό

noun (dangerous goods)

υλική περιουσία

plural noun (valuable possessions)

Because his wife had filed for divorce, he was obligated to prepare documentation listing all of his material assets for the court.

ουσιώδης παραβίαση, ουσιαστική παραβίαση, σοβαρή παραβίαση

noun (legal: breaking contract)

The moment John took a second job with a competitor, he was in material breach of his employment agreement.

αστοχία υλικού

noun (structural weakening)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Investigators determined that the cause of the crash was material failure in the tail assembly.

υλίστρια

noun (figurative (materialistic woman)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υλικοί πόροι

plural noun (available equipment and supplies) (προμήθειες, εξοπλισμός)

What material resources are available to us for this project?

υλικά αγαθά

plural noun (objects, possessions)

Sometimes an obsession with material things can prevent you finding true happiness.

υλικός πλούτος

noun (money and possessions)

Material wealth doesn't necessarily bring happiness.

υλικός κόσμος

noun (physical world)

Africans do not distinguish the material world from the spiritual world.

υλικό επίστρωσης

noun (slabs or stones used to lay a path)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dad chose cobblestones as a paving material for our driveway.

προωθητικό υλικό

noun (publicity flyers, etc.)

προωθητικό υλικό

noun (uncountable (content of publicity flyers, etc.)

πρώτες ύλες

plural noun (unprocessed substances)

Sand and cement are the raw materials needed to make concrete.
Η άμμος και το τσιμέντο είναι οι πρώτες ύλες που χρειάζονται για να φτιαχτεί το σκυρόδεμα.

ανακυκλωμένο υλικό

noun (waste processed for reuse)

My fleece blanket is made of recycled material, mostly plastic milk jugs.

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

noun (publications consulted for research)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πηγή

noun (text from which [sth] is adapted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διδακτικό υλικό

noun (often plural (educational resource)

απόβλητα

noun (refuse or sewage)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κορίτσι για σπίτι

noun (informal (female suitable for marrying) (μτφ: κατάλληλη για γάμο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του material στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του material

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.