Τι σημαίνει το mancato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mancato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mancato στο Ιταλικό.

Η λέξη mancato στο Ιταλικό σημαίνει δεν πετυχαίνω, χάνω, μου λείπει, μου λείπει, χάνω, πεθαίνω, αποτυχημένος, αποτυγχάνω, μένω, απομένω, προσπερνάω, προσπερνώ, δεν φτάνω, αστοχώ, φεύγω, σε, μου λείπει, δεν έχω, έλλειψη, παύω να υπάρχω, απεβίωσα, φεύγω, αποτυγχάνω, διακοπή ρεύματος, κλονίζομαι, πέφτω, φεύγω, χρειάζομαι, αποτυχημένος, επίδοξος, επίδοξος, χαμένος, που ναυάγησε, που δεν τον πετυχαίνουν, ψεύτικος, άστοχος, αστοχώ, χάνω, παρά, δεν πετυχαίνω τον στόχο, φέρομαι με ασέβεια σε κπ, στερούμαι, έχω έλλειψη σε, άστοχος, δεν πετυχαίνω τον στόχο, δείχνω ασέβεια σε κπ, ασεβής προς, ξεπερνάω, ξεπερνώ, αμελώ, παραλείπω, παραλείπω, θάβω, βρίζω, αποπροσανατολίζω, προσβάλλω, θίγω, μιλάω άσχημα σε κπ, τραβολογάω, παιδεύω, μου λείπει κτ, άστοχα, λίγο λιγότερο από, δεν έχω, αποφεύγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mancato

δεν πετυχαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il battitore ha mancato la palla.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il portiere ha mancato la palla.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

μου λείπει

Ai bambini manca il padre quando è fuori per lavoro.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

μου λείπει

Mi mancano le montagne di casa.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bomba ha mancato il suo obiettivo.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

πεθαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ieri è morto il marito di Marina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο, υπέκυψε την περασμένη εβδομάδα.

αποτυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il suo secondo swing è stato un colpo mancato.
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν αποτυχημένη.

αποτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω, απομένω

verbo intransitivo (generico)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mancano ancora dieci miglia.
Απομένουν άλλα δέκα μίλια.

προσπερνάω, προσπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν φτάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (bersaglio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστοχώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(eufemismo: morire) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo zio James è mancato un paio di anni fa. // Suo nonno venne a mancare dopo una battaglia di cinque anni contro il cancro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο θείος Τζέιμς έφυγε πριν μερικά χρόνια.

σε

verbo intransitivo (con indicazione temporale)

Mancano appena due settimane al matrimonio e ancora non ha scelto l'abito.
Ο γάμος είναι μόλις λίγες εβδομάδες μακριά και δεν έχει επιλέξει ακόμα το φόρεμά της.

μου λείπει

verbo intransitivo (κυρ, καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gli mancano certe importanti abilità linguistiche
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Του λείπουν βασικά προσόντα για να πάρει αυτή τη δουλειά.

δεν έχω

verbo intransitivo (χαρτοπαίγνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le mancavano i quadri.
Δεν είχε καρό.

έλλειψη

verbo intransitivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi mancano le picche.

παύω να υπάρχω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απεβίωσα

(morire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(eufemismo) (μεταφορικά, ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi addolora dirle che Suo marito è morto.

αποτυγχάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διακοπή ρεύματος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando c'è stata un'improvvisa interruzione di corrente, ho perso il file su cui stavo lavorando. Quando ci fu un'interruzione di corrente in quella parte della città, molti sono andati in panico.
Έχασα το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευα όταν έγινε ξαφνικά διακοπή ρεύματος.

κλονίζομαι

(εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark stava per chiedere ad Emily di uscire, ma all'ultimo momento gli è venuto meno il coraggio.

πέφτω

(μεταφορικά: δίκτυο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando c'è un temporale, la corrente si stacca.

φεύγω

(morire) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È mancato subito dopo mezzanotte, con la moglie al suo fianco.

χρειάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quel tesoro della mia sorellina non ha mai bisogno di attenzioni.

αποτυχημένος

aggettivo (non riuscito)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

επίδοξος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci sono molti aspiranti scrittori che non terminano mai un testo.
Υπάρχουν πολλοί δυνάμει μυθιστοριογράφοι που ποτέ δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε ένα κείμενο.

επίδοξος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il talent show dà la possibilità agli aspiranti artisti di fare colpo sulla giuria.

χαμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La sconfitta fu un'opportunità mancata per la squadra di scalare la classifica.

που ναυάγησε

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'affare è sfumato quando aveva detto qualcosa che li aveva offesi.
Η συμφωνία ναυάγησε όταν είπε κάτι που τους πρόσβαλλε.

που δεν τον πετυχαίνουν

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Al rappresentante delle vendite fu chiesto di spiegare le ragioni dei suoi obiettivi mancati.

ψεύτικος

aggettivo (υποσχέσεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non si fidava più di lei dopo le promesse tradite.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι υποσχέσεις που έδωσα στον γιο μου και, τελικά, αθέτησα θα είναι, πάντα, βάρος στη συνείδησή μου.

άστοχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giocatore di golf perse la partita a causa di un tiro sbagliato.

αστοχώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Μπομπ προσπάθησε να κάνει το ελαφρό χτύπημα, αλλά αστόχησε.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete ha dormito fino a tardi ed è mancato alla riunione.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

παρά

(orario) (για ώρα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sono le tre meno venti del pomeriggio.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρομαι με ασέβεια σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στερούμαι, έχω έλλειψη σε

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chiunque abbia decorato questa stanza manca completamente di buon gusto.
Όποιος διακόσμησε αυτό το δωμάτιο στερείται καλού γούστου. Ότι ελλείψεις έχουμε σε εμπειρία, τις αναπληρώνουμε με τον ενθουσιασμό μας.

άστοχος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν πετυχαίνω τον στόχο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω ασέβεια σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Come osi mancare di rispetto ai tuoi parenti in questo modo!

ασεβής προς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La palla non è andata in buca perché il golfista ha mancato il bersaglio.

αμελώ, παραλείπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (formale) (κάτι, να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le indicazioni hanno mancato di informare che la strada è chiusa.
Αμέλησαν (or: παρέλειψαν) να αναφέρουν στις οδηγίες ότι ο δρόμος ήταν κλειστός.

παραλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sono andato alla riunione perché avevo troppo da fare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έκανα κοπάνα από το σχολείο, γιατί βαριόμουν.

θάβω, βρίζω

(parlare male di) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quell'articolo di fondo è offensivo nei confronti della gente di altre culture.

αποπροσανατολίζω

(obiettivi) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσβάλλω, θίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Πίτερ δεν συμπαθούσε τον Τζον και τον πρόσβαλλε (or: τον υποτιμούσε) με κάθε ευκαιρία.

μιλάω άσχημα σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hank fu sgridato dalla madre per essersi imbucato a cena e aver mancato di rispetto ai suoi ospiti.

τραβολογάω, παιδεύω

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi dispiace mancarti di rispetto ma devo cambiare la data della nostra riunione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη με παιδεύεις (or: τραβολογάς). Θέλω πίσω τα λεφτά που μου χρωστάς!

μου λείπει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il nuovo leader del partito è privo di carisma: non conquisterà mai il voto degli elettori.

άστοχα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha mancato il bersaglio tre volte di seguito.

λίγο λιγότερο από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω

(essere mancante di qualcosa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'etichetta manca delle informazioni riguardo agli effetti collaterali di questa medicina.
Η ετικέτα δεν έχει πληροφορίες για τις παρενέργειες του φαρμάκου.

αποφεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È mancata all'appuntamento ed è invece andata al cinema.
Απέφυγε (or: παράτησε) το ραντεβού της και αντ' αυτού πήγε στον κινηματογράφο.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mancato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.