Τι σημαίνει το luci στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης luci στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του luci στο Ιταλικό.
Η λέξη luci στο Ιταλικό σημαίνει φως, φως, φως, φως, οπτική, σκοπιά, λάμψη, φως, φωτιστικό, φως, φως, φως, φως του φάρου, φως της ημέρας, ακτινοβολία, φωτισμός, φωτισμός, άστρο, φωτισμός, ελεύθερο ύψος, φωτεινότητα, λάμψη, φως του ήλιου, φως της ημέρας, στον οποίο έχει γίνει ανασκαφή, φως του ήλιου, φανοστάτης, φωτορυθμικό φως, κάνω παιδί, ρίχνω φως σε κτ, φως, φάρος, πυρσός, ανακαλύπτω, βρίσκω, γεννάω, γεννώ, γεννάω, γεννώ, γεννάω, γεννώ, προστατευμένος από το φως, γνωστός, νομότυπος, νόμιμος, στο προσκήνιο, στην επικαιρότητα, μέρα μεσημέρι, σαν βολίδα, σαν αστραπή, με βάση τα στοιχεία, πραγματικά, στην ουσία, μη ευνοϊκά, θετικά, με τον καλύτερο τρόπο, φως του ήλιου, φως των αστεριών, το φως της φωτιάς, η λάμψη της φωτιάς, φως λυχνίας, πίσω προβολέας, φως του πυρσού, φως των πυρσών, υποτίμηση, μείωση, φως λάμπας, ακτίνα φωτός, αστραπή σε σχήμα μπάλας, εκτυφλωτικό φως, φως που αναβοσβήνει, έντονο φως, εκτυφλωτικό φως, αμυδρό φως, λυχνία πυράκτωσης, φωτάκι νυχτός, πίσω φως, πίσω φανάρι, πορτοκαλί, διακόπτης, ρευματοδότης, τεχνητό φως, αντανάκλαση, διαρροή φωτός, διακόπτης, έτος φωτός, λογαριασμός κοινής ωφέλειας, οπίσθιος φωτισμός, φωτοφοβία, υπεριώδες φως, αμυδρότητα, ηλεκτρικός λαμπτήρας, ημίφως, φως που αναβοσβήνει, ταχύτητα φωτός, φως στο τούνελ, φως στην άκρη του τούνελ, ακτίνες φωτός, δεδομένου, δεδομένου ότι, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, βλέπω φως στο τούνελ, βλέπω το φως της ημέρας, αποκαλύπτω, γνωστοποιώ, γεννιέμαι, γεννιέμαι, ανάβω, ανοίγω, ρίχνω φως σε κπ/κτ, δίνω ζωή, ζωντανεύω, φωτίζω, παράγω, δημιουργώ, ενημερώνω, ηλιόλουστος, χρωματικά ανομοιογενής εξαιτίας του παιχνιδιού του φωτός με τη σκιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης luci
φωςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Queste particolari piante crescono meglio alla luce che nell'oscurità. Αυτά τα συγκεκριμένα φυτά μεγαλώνουν καλύτερα στο φως παρά στο σκοτάδι. |
φωςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si può avere un po' di luce nella stanza? È troppo scura. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ σκοτεινό. Χρειάζεται λίγο φως. |
φωςsostantivo femminile (chiarore diurno) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Faresti bene ad andare al negozio finché c'è ancora luce. Καλύτερα να πας στο μαγαζί όσο είναι ακόμα μέρα. |
φως
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Poteva vedere il suo viso alla luce della candela. Κατάφερε να δει το πρόσωπό της στο φως του κεριού. |
οπτική, σκοπιάsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha sempre visto le cose sotto una cattiva luce. Πάντα έβλεπε τα πράγματα από αρνητική οπτική. |
λάμψη(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha visto la luce nei suoi occhi e ha capito che aveva avuto una buona idea. Είδε τη λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι είχε μια καλή ιδέα. |
φωςsostantivo femminile (tecnica pittorica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Guarda la luce sul viso della donna in questo quadro. Κοίταξε το φως στο πρόσωπο της γυναίκας σ' αυτόν τον πίνακα. |
φωτιστικό, φως
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Abbiamo tre lampade in questa stanza. Έχουμε τρία φωτιστικά σ' αυτό το δωμάτιο. |
φως
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hanno messo dei lampioni sulla strada per rendere più sicuro camminarci di sera. Πέρασαν φώτα στο δρόμο, για να είναι ασφαλέστερο το περπάτημα τη νύχτα. |
φως
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando è diventato buio ha acceso i fanali della macchina. Όταν σκοτείνιασε, άναψε τα φώτα του αυτοκινήτου. |
φως του φάρου(segnale luminoso) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Παρά τη βροχή, το πλήρωμα του πλοίου έβλεπε το φως του φάρου στην ακτή από μακριά. |
φως της ημέραςsostantivo femminile (del giorno) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Apri le tende e lascia entrare un po' di luce. Άνοιξε τις κουρτίνες και άφησε το φως της ημέρας να μπει. |
ακτινοβολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il sole, alto nel cielo, diffondeva il suo bagliore sulla terra. |
φωτισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il curatore ha dedicato molto tempo a controllare che l'illuminazione di ogni pezzo fosse perfetta. Ο επιμελητής αφιέρωσε πολύ χρόνο για να διασφαλίσει πως ο φωτισμός σε κάθε κομμάτι ήταν τέλειος. |
φωτισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fotografo aveva bisogno di una buona illuminazione per fare le foto. Ο φωτογράφος χρειαζόταν καλό φωτισμό για να βγάλει καλές φωτογραφίες. |
άστρο(figurato: splendore) (μεταφορικά, επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το άστρο του Μέγα Ναπολέοντα έδυσε μετά την ήττα στη μάζη του Βατερλό. |
φωτισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'illuminazione nella stanza era un po' scarsa così Kate si è fatta mettere un'altra finestra. Ο φωτισμός στο διαμέρισμά της δεν ήταν πολύ καλός και έτσι η Κέιτ έφτιαξε ένα ακόμη ένα παράθυρο. |
ελεύθερο ύψος
In questa casa, lo spazio libero tra la testa e il soffitto è piuttosto ridotto. Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι. |
φωτεινότητα, λάμψη(φως) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La luce del sole di mezzogiorno mi ha accecato per un attimo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μπορείς να ρυθμίσεις τη φωτεινότητα της τηλεόρασης; Μου προκαλεί πονοκέφαλο. |
φως του ήλιου, φως της ημέραςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa stanza non riceve molta luce diurna. |
στον οποίο έχει γίνει ανασκαφή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli archeologi stanno analizzando i resti dissotterrati del tempio antico. |
φως του ήλιου(luce del sole) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φανοστάτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La strada era costeggiata da alberi e lampioni. |
φωτορυθμικό φως(informale) |
κάνω παιδί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω φως σε κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φως
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το φως του κεριού έφτανε αρκετά μακριά ώστε ο Πίτερ να μπορεί να βρει το δρόμο του. |
φάρος, πυρσός(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le parole dell'oratore erano fonte di illuminazione per la folla. Τα λόγια του ομιλητή ήταν μια πηγή έμπνευσης για το πλήθος. |
ανακαλύπτω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ieri ho scoperto dei veri tesori al negozio di libri usati. |
γεννάω, γεννώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η γιαγιά μου γέννησε και τα δέκα παιδιά της χωρίς ιατρική παρέμβαση. |
γεννάω, γεννώ(gatti) (για γάτα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fluffy ha partorito questa primavera. |
γεννάω, γεννώ(για σκύλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cagna partorì una cucciolata di sette cuccioli. |
προστατευμένος από το φως
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γνωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il fatto che sia gay adesso è alla luce del sole. |
νομότυπος, νόμιμος(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο προσκήνιο, στην επικαιρότηταverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adesso è sotto i riflettori perché il suo nuovo libro sta per uscire. |
μέρα μεσημέρι(καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Vendevano la droga alla luce del sole. |
σαν βολίδα, σαν αστραπήlocuzione avverbiale (veloce) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il velocista corse come un fulmine. |
με βάση τα στοιχείαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In base alle prove (or: alla luce delle prove) fornite, la giuria non poté giudicarla colpevole. |
πραγματικά, στην ουσία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quindi, in sostanza, le mie azioni non valgono più un centesimo. |
μη ευνοϊκάverbo transitivo o transitivo pronominale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
θετικάavverbio (figurato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'articolo è molto critico e non la ritrae in una luce positiva. |
με τον καλύτερο τρόποsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φως του ήλιουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) In questa stanza la luce solare entra solo nel pomeriggio. |
φως των αστεριώνsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Era difficile vedere qualcosa con la luce stellare. |
το φως της φωτιάς, η λάμψη της φωτιάςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φως λυχνίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πίσω προβολέαςsostantivo femminile (αυτοκινήτου) |
φως του πυρσού, φως των πυρσώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποτίμηση, μείωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φως λάμπαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ακτίνα φωτόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) All'improvviso un raggio di luce apparve nell'oscurità e ci aiutò a metterci in salvo. |
αστραπή σε σχήμα μπάλαςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκτυφλωτικό φωςsostantivo femminile Quando cade un fulmine c'è una luce accecante e subito un gran frastuono. Όταν πέφτει αστραπή, βγαίνει ένα εκτυφλωτικό φως και άμεσα μια δυνατή βροντή. |
φως που αναβοσβήνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I lampeggianti rossi sono permessi solo negli aeroporti. |
έντονο φωςsostantivo femminile Mi sono dovuto coprire gli occhi per via della luce accecante. |
εκτυφλωτικό φωςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando siete a New York non perdetevi le luci accecanti di Broadway. |
αμυδρό φωςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le luci soffuse sono un ingrediente indispensabile per una serata romantica. |
λυχνία πυράκτωσηςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φωτάκι νυχτόςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia figlia ha paura del buio, così dorme con accesa una luce notturna. |
πίσω φως, πίσω φανάριsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πορτοκαλί(semaforo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando vedi un semaforo giallo davanti a te devi iniziare a frenare. |
διακόπτηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sono entrato nella stanza buia e ho cercato con la mano l'interruttore della luce. |
ρευματοδότης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τεχνητό φωςsostantivo femminile Le piante erano bellissime considerando che erano cresciute tutte in cantina con luce artificiale. |
αντανάκλασηsostantivo femminile (γυαλί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαρροή φωτός(fotografia) (φωτογραφία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διακόπτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έτος φωτόςsostantivo maschile (astronomia) (αστρονομία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La stella di Barnard dista 5,96 anni luce dalla Terra. |
λογαριασμός κοινής ωφέλειαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
οπίσθιος φωτισμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φωτοφοβίαsostantivo femminile (medicina) (ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπεριώδες φωςsostantivo femminile |
αμυδρότητα(specifico) (όραση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αυτό το αστέρι ίσα που φαίνεται και είναι δύσκολο να παρατηρηθεί. |
ηλεκτρικός λαμπτήρας
|
ημίφωςsostantivo femminile (alba, tramonto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φως που αναβοσβήνειsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ταχύτητα φωτόςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φως στο τούνελ, φως στην άκρη του τούνελsostantivo femminile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ακτίνες φωτός
|
δεδομένου
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Δεδομένου του δελτίου καιρού ίσως θα ήταν καλύτερα να αναβάλουμε το πικ νικ. |
δεδομένου ότιpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Alla luce degli ultimi avvenimenti, forse sarebbe il caso di rivedere gli accordi. |
είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ(informale, figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tema di George era anni luce migliore di quelli del resto della classe. |
βλέπω φως στο τούνελverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: terminare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo averci lavorato 15 ore al giorno per tre settimane ha finalmente iniziato a vedere la luce in fondo al tunnel. |
βλέπω το φως της ημέραςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: realizzarsi) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tuo progetto è così scarso che non vedrà mai la luce. |
αποκαλύπτω, γνωστοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovremmo portare alla luce i suoi comportamenti scandalosi. |
γεννιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Internet non ha avuto origine spontaneamente. È il risultato di anni di ricerca e sviluppo. |
γεννιέμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un nuovo modello d'auto ibrida sta per venire alla luce. |
ανάβω, ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (φως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Accendo sempre la luce quando entro nella stanza. |
ρίχνω φως σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fai luce all'angolo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί. |
δίνω ζωή, ζωντανεύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sue descrizioni sono così accurate che sembrano dare vita ai suoi personaggi. Δίνει αρκετές περιγραφές για να ζωντανέψει τους χαρακτήρες του. |
φωτίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una lampada da lettura illuminava la superficie della scrivania. |
παράγω, δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενημερώνω(nell'ambito di una conversazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ηλιόλουστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ψάχνω ένα σπίτι που να έχει πολλά ηλιόλουστα δωμάτια. |
χρωματικά ανομοιογενής εξαιτίας του παιχνιδιού του φωτός με τη σκιάlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του luci στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του luci
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.