Τι σημαίνει το load στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης load στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του load στο Αγγλικά.

Η λέξη load στο Αγγλικά σημαίνει φορτίο, φορτίο, πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, πολύ, φορτώνω, φορτώνω σε, φορτώνω με, φορτίο, η ποσότητα που χωράει, φορτίο, βάρος, φορτίο, βάρος, φόρτος, γέμισμα, φορτώνω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, φορτώνω, γεμίζω, φορτώνω, πολύς, πολλά, αντικανονικό φορτίο, βασικό φορτίο, φορτίο θραύσης, αριθμός υποθέσεων, φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά, φορτώνω μπροστά, βάζω μπροστά, συσσωρεύω στην αρχή της περιόδου, δίνω έμφαση στην αρχή, μέγιστο φορτίο, πλήρες φορτίο, Δες το/τον/την!, βαρύ φορτίο, βαρύ φορτίο, στιβαρός, ανθεκτικός, γερός, φέρων, μεταφοράς φορτίου, φορτώνω, φορτώνω, συντελεστής φορτίου, συντελεστής πληρότητας, συντελεστής φόρτισης, ένα κάρο λεφτά, φορτώνω, ξεφορτώνω, φορτώνω κτ σε κπ άλλο, φορτίο αιχμής, ονομαστικό φορτίο, ονομαστική ισχύς, ωφέλιμο φορτίο ασφαλείας, ωφέλιμο φορτίο λειτουργίας, ιικό φορτίο, φόρτος εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης load

φορτίο

noun (weight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She carried the heavy load up the hill.
Κουβάλησε το βαρύ φορτίο πάνω στο λόφο.

φορτίο

noun (cargo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The truck driver picked up a load at the dock.
Ο οδηγός του φορτηγού παρέλαβε ένα φορτίο στην αποβάθρα.

πάρα πολλοί

plural noun (informal (great quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Have you ever seen a shooting star? I've seen loads.
Έχεις δει ποτέ πεφταστέρια; Εγώ έχω δει ένα σωρό.

πάρα πολλοί

plural noun (informal (great quantity)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I spent loads of money when I went shopping.
Ξόδεψα ένα κάρο λεφτά όταν πήγα για ψώνια.

πολύ

adverb (informal (a lot, greatly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I miss you loads.
Μου λείπεις πολύ.

φορτώνω

transitive verb (fill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The men loaded the truck and then drove away.
Οι άντρες φόρτωσαν το φορτηγό και μετά αναχώρησαν.

φορτώνω σε

(put: [sth] to be transported)

They loaded the goods into the delivery truck.
Φόρτωσαν τα προϊόντα στο φορτηγό διανομής.

φορτώνω με

(fill with [sth])

We loaded the wheelbarrow with bricks.
Φορτώσαμε το καρότσι με τούβλα.

φορτίο

noun (laundry) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He emptied the washing machine, hung the clothes to dry and put in another load.
Άδειασε το πλυντήριο, άπλωσε τα ρούχα για να στεγνώσουν και έβαλε μέσα το επόμενο φορτίο (or: γέμισμα).

η ποσότητα που χωράει

noun (often as suffix (measure: how many)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I estimate that there are 50 truck-loads of dirt here.
Υπολογίζω ότι εδώ υπάρχουν 50 φορτηγά χώμα.

φορτίο, βάρος

noun (uncountable (quantity, weight borne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pillars of the building support the load of the floors above.
Οι κολώνες του κτηρίου στηρίζουν το φορτίο των από πάνω ορόφων.

φορτίο, βάρος

noun (figurative (stress) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He felt the load lifted off of him when he finished his last exam.
Ένιωσε ένα φορτίο (or: βάρος) να φεύγει από πάνω του όταν τελείωσε την τελευταία εξέταση.

φόρτος

noun (amount of work assigned)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have a heavy load this semester.
Έχω μεγάλο φόρτο εργασίας αυτό το εξάμηνο.

γέμισμα

noun (charge for a gun)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The boy prepared the next load for the soldier.
Το αγόρι ετοίμασε το επόμενο γέμισμα για το στρατιώτη.

φορτώνω

intransitive verb (take on cargo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trucks must pull up to the dock to load.
Τα φορτηγά πρέπει να μεταβούν στην προβλήτα για να φορτώσουν.

φορτώνω

intransitive verb (take on passengers) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship is loading at the pier.
Το πλοίο φορτώνει (or: επιβιβάζει) στην προβλήτα.

γεμίζω

intransitive verb (charge: a firearm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldier stopped firing so that he could load.
Ο στρατιώτης σταμάτησε να πυροβολεί ώστε να γεμίσει το όπλο του.

φορτώνω

transitive verb (figurative (burden) (μτφ: κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The managers loaded his employees with projects.
Οι διευθυντές φόρτωσαν τους υπαλλήλους με εργασίες.

φορτώνω

transitive verb (supply in abundance) (μτφ: κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spring rains loaded the trees with fruit.
Οι ανοιξιάτικες βροχές φόρτωσαν τα δέντρα με φρούτα.

φορτώνω

phrasal verb, transitive, separable (often passive (make carry [sth] heavy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farmer loaded the donkey down.

φορτώνω

phrasal verb, transitive, separable (often passive (burden with problems, work, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My boss is always loading me down and then blaming me for not finishing my projects on time.

φορτώνω, γεμίζω

phrasal verb, transitive, separable (charge, fill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We loaded up the car and set off for the beach.

φορτώνω

phrasal verb, transitive, separable (put: [sth] to be transported)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have to help load up the luggage for our camping trip.

πολύς

noun (informal (great quantity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll cook up a load of chicken legs and we can take them on our picnic.

πολλά

noun (informal (great quantity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jess has taught me a load about computer coding.

αντικανονικό φορτίο

noun (cargo of excessive weight or size)

You need special permission to drive a vehicle carrying an abnormal load.

βασικό φορτίο

(UK (electronics)

φορτίο θραύσης

noun (heavy weight, stress)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The scientists were testing the break loads of different types of rope.

αριθμός υποθέσεων

noun (number of cases) (νομικών, ιατρικών κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The attorney's growing caseload made him consider hiring an assistant.

φορτώνω από εμπρός, φορτώνω από μπροστά

transitive verb (fill from front)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φορτώνω μπροστά, βάζω μπροστά

transitive verb (put [sth] in front)

συσσωρεύω στην αρχή της περιόδου

transitive verb (make fees applicable at beginning) (κόστος, δαπάνες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω έμφαση στην αρχή

transitive verb (use maximum effort at beginning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέγιστο φορτίο

noun (capacity that is completely filled)

πλήρες φορτίο

noun (largest current motor can handle)

Δες το/τον/την!

interjection (slang (look at that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαρύ φορτίο

noun ([sth] that weighs a lot)

These lorries can carry extremely heavy loads.

βαρύ φορτίο

noun (figurative (burden) (μεταφορικά)

Bringing up three children on her own was a heavy load for Helen.

στιβαρός, ανθεκτικός, γερός

adjective (designed to withstand weight)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The engineer is calculating the load-bearing capacity of the steel girder.

φέρων

adjective (part: that bears weight) (επιστήμες)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The builders knocked down the load-bearing wall between the kitchen and the dining room.

μεταφοράς φορτίου

adjective (designed to transport heavy items)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The load-carrying capacity of the motor scooter is 150 kg.

φορτώνω

verbal expression (often passive (make carry [sth] heavy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy loaded her husband down with suitcases.

φορτώνω

verbal expression (figurative, often passive (burden with problems, work, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager loaded the staff down with work.

συντελεστής φορτίου

noun (amount a vehicle can carry)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συντελεστής πληρότητας

noun (percentage of available seats)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συντελεστής φόρτισης

noun (ratio of load to time)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ένα κάρο λεφτά

noun (informal (large sum) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He won a load of money playing cards.

φορτώνω

verbal expression (fill with [sth] to be transported)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I loaded up the shopping cart with groceries.

ξεφορτώνω

(cargo: unload)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The workers were offloading the cargo onto the waiting trucks.

φορτώνω κτ σε κπ άλλο

(informal, figurative (pass something unwanted on to) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I managed to offload that awful project onto Audrey.

φορτίο αιχμής

noun (maximum demand for electric power)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ονομαστικό φορτίο

noun (load machine rated to carry)

ονομαστική ισχύς

noun (power of engine)

ωφέλιμο φορτίο ασφαλείας, ωφέλιμο φορτίο λειτουργίας

noun (maximum weight that can be lifted) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
What is the safe working load for this crane?

ιικό φορτίο

noun (amount of a virus in body fluid)

φόρτος εργασίας

noun (amount of work) (για πολλή δουλειά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
My workload is particularly heavy this week.
Έχω ιδιαίτερα μεγάλο φόρτο εργασίας αυτή την εβδομάδα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του load στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του load

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.