Τι σημαίνει το mass στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mass στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mass στο Αγγλικά.

Η λέξη mass στο Αγγλικά σημαίνει μάζα, μάζα, κόσμος, μάζα, μεγάλη ποσότητα, μαζικός, λειτουργία, μέγεθος, λειτουργία, μάζα, πολλοί, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, μάζα αέρος, ατομική μάζα, ατομική μάζα, πηγαίνω στην εκκλησία, δείκτης μάζας σώματος, καθολική θεία λειτουργία, ρωμαιοκαθολική θεία λειτουργία, θεία λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας, χοροστατώ, κρίσιμη μάζα, επιφάνεια εδάφους, τεράστια απήχηση, μαζική απήχηση, μαζική επίθεση, προϊόν ευρείας κατανάλωσης, μεγάλος αριθμός θυμάτων, μαζική επικοινωνία, μαζική κατανάλωση, μαζική κουλτούρα, μαζική καταστροφή, μαζική εξόντωση, μαζική εξολόθρευση, μαζική εξάλειψη, ομαδικός τάφος, μαζική αποστολή, μήνυμα μαζικής αποστολής, ευρύ καταναλωτικό κοινό, μαζικής παραγωγής, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας, πολύ μεγάλο κατάστημα λιανικής, μαζική κινητοποίηση, μετακίνηση μαζών, μαζική δολοφονία, περιληπτικό ουσιαστικό, μαζική παραγωγή, μαζική αποθήκευση, μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία, μέσα μαζικής μεταφοράς, μαζική αναβάθμιση, παράγω κτ μαζικά, μαζικής παραγωγής, μυϊκή μάζα, σημειακή μάζα, Μνημόσυνος Ακολουθία, όπλα μαζικής καταστροφής, όπλα μαζικής καταστροφής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mass

μάζα

noun (large quantity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The machine was really just a mass of parts.
Το μηχάνημα ήταν στην πραγματικότητα απλώς ένας όγκος από κομμάτια.

μάζα

noun (clump)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tree stump had a big mass of dirt clinging to it.

κόσμος

noun (big group of people)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The mass slowly moved through the streets.
Ο κόσμος σιγά προχωρούσε στους δρόμους.

μάζα

noun (physics: weight, density)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students learned how to measure the mass of celestial objects.
Οι μαθητές έμαθαν πως να μετρούν τη μάζα των ουράνιων αντικειμένων.

μεγάλη ποσότητα

noun (bulk)

Sarah didn't like shopping so she bought groceries in mass.
Στην Σάρα δεν άρεσαν τα ψώνια και έτσι αγόραζε τρόφιμα σε μεγάλη ποσότητα.

μαζικός

adjective (involving many people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mass protests took place in the capital city.
Μαζικές διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα.

λειτουργία

noun (religious rite) (θρησκευτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ryan always attended mass on Sundays.
Ο Ράιαν πάντα πήγαινε στη λειτουργία τις Κυριακές.

μέγεθος

noun (size)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students could barely imagine the mass of animals like the T-Rex.

λειτουργία

noun (music: religious piece)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The composer wrote four masses during his career.

μάζα

plural noun (common people, collectively)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paperbacks were conceived to make reading more accessible to the masses.

πολλοί

plural noun (mainly UK, informal (great number, quantity of)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't come out tonight; I've got masses of homework.

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

intransitive verb (people, crowd: gather)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
People started to mass at the city hall in the early morning.

μάζα αέρος

noun (body of air)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατομική μάζα

noun (mass of atomic particle)

Hydrogen has the lowest atomic mass.

ατομική μάζα

noun (mass of isotope) (χημεία)

The atomic mass of Helium is 4.

πηγαίνω στην εκκλησία

(go to church service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They attend Mass every Sunday morning.

δείκτης μάζας σώματος

noun (measure of body fat)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I calculated my body mass index yesterday, and found that I was slightly overweight.

καθολική θεία λειτουργία, ρωμαιοκαθολική θεία λειτουργία, θεία λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας

noun (church service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The family went to Catholic mass every Sunday to worship.

χοροστατώ

(take Eucharist) (εκκλησία, λειτουργία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Father John is celebrating the 9 o'clock mass, and Father Wilber will celebrate the 11 o'clock mass on Sunday.

κρίσιμη μάζα

noun (physics: for nuclear reaction)

επιφάνεια εδάφους

noun (geography: area of land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεράστια απήχηση, μαζική απήχηση

noun (wide popularity)

μαζική επίθεση

noun (large-scale bombardment)

προϊόν ευρείας κατανάλωσης

noun (mass-marketed commercial product)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλος αριθμός θυμάτων

plural noun (large numbers of dead and wounded people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hospitals struggled to cope with the mass casualties after the earthquake.

μαζική επικοινωνία

noun (large-scale use of media, broadcasting)

Television, radio and newspapers are examples of mass communication because they communicate to large numbers of people.

μαζική κατανάλωση

noun (consumerism)

μαζική κουλτούρα

noun (group ideas and morals)

μαζική καταστροφή

noun (devastation on a large scale)

The claim that Iraq had weapons of mass destruction was never proven.

μαζική εξόντωση, μαζική εξολόθρευση, μαζική εξάλειψη

noun (genocide, murder on a large scale)

Hitler used mass extermination to kill nearly 6 million people during his reign of terror.

ομαδικός τάφος

noun (burial place: many bodies)

Many Holocaust victims were buried in mass graves.

μαζική αποστολή

noun (sending a bulk e-mail) (πολλοί παραλήπτες)

μήνυμα μαζικής αποστολής

noun (posting [sth] to many addresses)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Charities often send out mass mailings, asking people to donate money.

ευρύ καταναλωτικό κοινό

noun (general public)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The car was redesigned to appeal to the mass market.
Το αυτοκίνητο ανασχεδιάστηκε, προκειμένου να έχει απήχηση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.

μαζικής παραγωγής

adjective (aimed at the general public)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The age of newspapers as cheap, mass-market goods is fast disappearing.
Γρήγορα παρέρχεται η εποχή των εφημερίδων ως φθηνών, μαζικής παραγωγής αγαθών.

μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μαζικής επικοινωνίας

noun (tv, radio, internet)

The mass media has an enormous influence on politics.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν τεράστια επιρροή στην πολιτική.

πολύ μεγάλο κατάστημα λιανικής

noun (large retail store or seller)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζική κινητοποίηση

noun (public mobilization for a cause)

μετακίνηση μαζών

noun (geology: of soil, rock, etc.) (γεωλογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Weathering has caused this mass movement.

μαζική δολοφονία

noun (killing of many people)

Nothing justifies the mass murder of civilians.

περιληπτικό ουσιαστικό

noun (word indicating quantity, mass) (γραμματική)

μαζική παραγωγή

noun (uncountable (large-scale manufacturing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry Ford brought the techniques of mass production to the motor car.

μαζική αποθήκευση

noun (computer memory)

CD-ROMs, DVDs, and external hard drives are all devices that offer mass storage.

μαζική αυτοκτονία, ομαδική αυτοκτονία

noun (many people simultaneously killing themselves)

Jonestown, Guyana is famous for the mass suicide that took place there in 1978.

μέσα μαζικής μεταφοράς

noun (public transportation)

I want to live in a city that has mass transit so that I don't have to buy a car.

μαζική αναβάθμιση

noun (computing: software update) (πληροφορική)

παράγω κτ μαζικά

transitive verb (manufacture in large amounts)

μαζικής παραγωγής

adjective (made in factory)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μυϊκή μάζα

noun (density of muscular tissue)

σημειακή μάζα

noun (physics: infinitely small matter) (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Μνημόσυνος Ακολουθία

noun (church service in memory of the dead)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A requiem mass took place at the cathedral in memory of the victims of the air crash.

όπλα μαζικής καταστροφής

plural noun (arms: nuclear, biological, chemical)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No weapons of mass destruction were ever found after the invasion.
Δε βρέθηκαν καθόλου όπλα μαζικής καταστροφής μετά την εισβολή.

όπλα μαζικής καταστροφής

plural noun (initialism (weapons of mass destruction)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mass στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mass

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.