Τι σημαίνει το litigare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης litigare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του litigare στο Ιταλικό.
Η λέξη litigare στο Ιταλικό σημαίνει λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη, τσακώνομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω, έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, λογοφέρνω, λογομαχώ, που τσακώνεται, που καυγαδίζει, που καβγαδίζει, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, λόγια, διαφωνώ για μικροπράγματα, μαλώνω, τσακώνομαι, καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, τσακώνομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα, τσακώνομαι, τσακώνομαι, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, έρχομαι σε ρήξη, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι, σε διαμάχη, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, τσακώνομαι, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ, τα βάζω με κπ, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης litigare
λογομαχώ, διαπληκτίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Anche i novelli sposi litigano ogni tanto. Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno litigato perché lui è stato fuori tutta la notte. |
διαπληκτίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I miei genitori litigano sempre e sono preoccupato che possano divorziare. |
τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno litigato e non si parlano più. Τσακώθηκαν και δεν μιλιούνται πλέον. |
τσακώνομαι, καβγαδίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'insegnante sorprese Neil e Tim che litigavano. |
τσακώνομαι, μαλώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Litigarono su chi dovesse andare per primo. |
έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prima della fine della serata il suo fidanzato e il suo ex avevano litigato. Πριν τελειώσει η βραδιά, ο αρραβωνιαστικός της και ο πρώην της πιάστηκαν στα χέρια. |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I miei tre figli mi stanno facendo impazzire: litigano in continuazione. |
λογοφέρνω, λογομαχώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I politici hanno litigato sul tema della riforma fiscale. Οι πολιτικοί λογομάχησαν πάνω στο θέμα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων. |
που τσακώνεται, που καυγαδίζει, που καβγαδίζειverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Linda sentiva i suoi vicini litigare dall'altra parte del muro. Η Λίντα άκουγε τους γείτονές της να τσακώνονται στην άλλη μεριά του τοίχου. |
λόγια(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Hanno discusso e lui se n'è andato molto irritato. Αντάλλαξαν λόγια και έφυγε πολύ αναστατωμένος. |
διαφωνώ για μικροπράγματαverbo intransitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαλώνω, τσακώνομαι(για κτ, με κπ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia amica discute sempre per questioni di soldi col marito. Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non litighiamo su chi laverà i piatti questa sera! |
τσακώνομαι, καβγαδίζω(με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non fa che litigare con il suo vicino per il rumore. Διαπληκτίζεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο. |
τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάταverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quei ragazzi litigano di continuo come cane e gatto. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ieri ho litigato con mio fratello riguardo a chi toccasse prendere la macchina. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nigel discusse finché non fu soddisfatto di aver ottenuto il miglior affare possibile. |
μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι σε ρήξηverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se non la smetti di sparlare finirai per litigare con tutti i tuoi amici. Αν δεν σταματήσεις το κουτσομπολιό, όλοι σου οι φίλοι θα έρθουν σε ρήξη μαζί σου. |
διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In quella famiglia erano sempre a corto di denaro e litigavano in continuazione sulle bollette. Τα χρήματα τους έλειπαν πάντα και έτσι το ζευγάρι καβγάδιζε συνεχώς για τους λογαριασμούς. |
σε διαμάχη(με κπ για κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπverbo intransitivo Lui è di cattivo umore perché ha litigato con sua moglie. |
τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ
|
καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπverbo intransitivo Mia sorella litiga sempre con il suo fidanzato al telefono. |
μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτverbo intransitivo La mia faglia litiga continuamente per le cose più insignificanti. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I due uomini discutevano del prezzo dell'auto. |
μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ
Io e mio fratello litighiamo spesso sul canale della televisione da guardare. |
τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ(με κπ) Ian e Gavin hanno litigato per una ragazza e non si sono parlati per un mese. |
τα βάζω με κπ(litigare) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era così ubriaco che si mise a litigare con il poliziotto che lo stava arrestando. |
μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπverbo intransitivo I bambini litigano sempre fra loro su chi può usare per primo la bicicletta. |
μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπverbo intransitivo Luke litiga sempre con suo fratello. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του litigare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του litigare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.