Τι σημαίνει το lente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lente στο Ιταλικό.
Η λέξη lente στο Ιταλικό σημαίνει φακός, φακός, φακός, φακός, μεγεθυντικός φακός, αργός, λέντο, slow τραγούδι, σλόου τραγούδι, αργός, αργός, λέντο, χαλαρός, λέντο, αργός, αργός, αργόσυρτος, αργοκίνητος, αργόστροφος, χαλαρός, φαρδύς, ριχτός, φαρδύς, χασομέρης, αργά, χαλαρός, μπόσικος, αργός, βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, αργός, αργός και βαρύς, τεμπέλικος, χαλαρός, αργός, βραδύς, κοιμήσης, αργόστροφος, χαλαρός, σιγανός, χαμηλός, νωθρός, ληθαργικός, αργόσυρτος, χοντροκέφαλος, νωθρός, μεγενθυτικός φακός, κυρτός φακός, φακός fisheye, μεγενθυντικός φακός, μεγεθυντικός φακός, φακός fresnel, μεγεθυντικός φακός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lente
φακόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Betty si è tolta gli occhiali e ha pulito le lenti con un panno. |
φακόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La lente del telescopio era costituita da una serie di otto lenti separate. Ο φακός του τηλεσκοπίου ήταν φτιαγμένος από μια σειρά 8 μεμονωμένων φακών. |
φακόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il microscopio dirigeva gli elettroni verso una lente magnetica che li faceva convergere in un fascio. |
φακός(fotografia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Harry ha comprato un nuovo obiettivo per la sua macchina fotografica prima di mettersi in viaggio. Ο Χάρυ αγόρασε έναν καινούριο φακό για τη φωτογραφική του πριν από το ταξίδι του. |
μεγεθυντικός φακόςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Non riesco proprio a vedere quella piccola scritta senza una lente di ingrandimento. |
αργόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei corre veloce mentre io sono un corridore più lento. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ρυθμός ανάκαμψης του ευρώ έναντι του δολαρίου είναι βραδύς. |
λέντοaggettivo (musica) (ζαργκόν: μουσική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
slow τραγούδι, σλόου τραγούδιsostantivo maschile (musica) |
αργόςaggettivo (di basse prestazioni) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua è una bici lenta mentre quella di lei è molto più veloce. Το ποδήλατό του είναι αργό, ενώ το δικό της είναι πολύ πιο γρήγορο. |
αργόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non essere così lento o non arriverai in tempo all'appuntamento. |
λέντοaggettivo (musica) (ζαργκόν: μουσική) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χαλαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La presa lenta di Karen consentì a Jim di staccarsi da lei. |
λέντοsostantivo maschile (musica) (ζαργκόν: μουσική) |
αργόςaggettivo (non immediato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La reazione alla morte di sua madre è stata lenta ma, alla fine, comunque forte. |
αργός, αργόσυρτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il film era lento. C'è voluta mezz'ora per capire almeno di cosa parlasse! |
αργοκίνητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αργόστροφος(nell'apprendimento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαλαρός, φαρδύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vibrazione del motore ha allentato il supporto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να έχω χάσει κιλά, γιατί το παντελόνι μου είναι χαλαρό (or: φαρδύ). |
ριχτός, φαρδύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I pantaloni larghi non sono una tenuta adatta da ufficio. Τα φαρδιά παντελόνια δεν αποτελούν κατάλληλη ενδυμασία για δουλειά γραφείου. |
χασομέρης(μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αργά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Αυτή η συνταγή είναι καλύτερα να μαγειρεύεται αργά. |
χαλαρός, μπόσικοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La corda era lenta e Malcolm si rese conto che Peter doveva aver lasciato andare l'altro capo. Το σκοινί ήταν χαλαρό και η Μάλκολμ συνειδητοποίησε πως ο Πήτερ πρέπει να είχε αφήσει την άλλη άκρη. |
αργόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il gruppo di ragazzi era lento e sfinito dalla lunga notte di baldoria. |
βαρετός, πληκτικός, ανιαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αργόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αργός και βαρύς(passo, andatura) (βήματα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τεμπέλικος, χαλαρόςaggettivo (μτφ: αργός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lento fiume scorreva piano. Το τεμπέλικο (or: οκνηρό) ποτάμι κυλούσε αργά. |
αργός, βραδύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Molti pensano che la risposta del governo alla crisi sia stata lenta. |
κοιμήσηςaggettivo (καθομιλουμένη, ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αργόστροφος(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo uno studente che è un po’ lento, ma gli altri sono tutti svegli. Έχουμε έναν μαθητή που είναι λίγο βραδύνους (or: δύσνους), αλλά όλοι οι υπόλοιποι καταλαβαίνουν. |
χαλαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quella fune è troppo lenta; cadrà tutto. Αυτό το σχοινί είναι πολύ χαλαρό: όλα θα πέσουν. |
σιγανός, χαμηλόςaggettivo (fiamma, fuoco) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuoci le verdure a fiamma lenta. |
νωθρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggi mi sento assonnato perché non ho dormito per niente la notte scorsa. |
ληθαργικόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αργόσυρτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La spossatezza del cane si vedeva dall'andatura fiacca. |
χοντροκέφαλοςaggettivo (figurato, a capire) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È così lento: ho dovuto spiegarglielo sette volte! |
νωθρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si capiva dall'andatura fiacca di Tamsin che non aveva proprio voglia di fare quella passeggiata. Από το νωθρό περπάτημα της Τάμσιν φαινόταν ότι δεν ήθελε πραγματικά να έρθει για περίπατο. |
μεγενθυτικός φακόςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κυρτός φακόςsostantivo femminile Una lente di ingrandimento è composta da una lente convessa che fa apparire gli oggetti più grandi. Ο μεγεθυντικός φακός λειτουργεί με έναν κυρτό φακό που κάνει τα αντικείμενα να φαίνονται μεγαλύτερα. |
φακός fisheye(fotografia) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Con un obiettivo fisheye anche uno skateboarder mediocre sembra un campione. |
μεγενθυντικός φακόςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La sua vista era così debole che aveva bisogno di una lente di ingrandimento per leggere i caratteri piccoli. |
μεγεθυντικός φακόςsostantivo femminile |
φακός fresnelsostantivo femminile (φωτογραφία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγεθυντικός φακόςsostantivo femminile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του lente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.