Τι σημαίνει το lavarsi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lavarsi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lavarsi στο Ιταλικό.

Η λέξη lavarsi στο Ιταλικό σημαίνει πλένω, πλένω, πλένω τα ρούχα, πλένω, απομακρύνω, αφαιρώ, πλένω, νίβω, καθαρίζω, πλένω, σφουγγαρίζω, λούζω, πλένω, πλένω, πλένω, καθαρίζω, βγάζω, καρενάρω, τροπίζω, πλένω, ξεπλένω, βγάζω, άπλυτα, πλύσιμο πιάτων, άπλυτα, λεκάνη, πλένω τα πιάτα, ξαναπλένω, κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ, ξεπλένω, ξεπλένω κτ/κπ με το λάστιχο, απομακρύνω, ρούχα από το καθαριστήριο, τοπικό πλύσιμο, πλένω στο χέρι, καθαρίζω, πλένω, πλένω, καθαρίζω, βγάζω κτ από κτ, πλένω τα πιάτα, λούζω, ξεβγάζω, ξεπλένω, πλένω, ξεπλένω, πλένω στο πλυντήριο, ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lavarsi

πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non dimenticare di lavarti le mani.
Μην ξεχάσεις να πλύνεις τα χέρια σου.

πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (i piatti)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu lava, io asciugo.

πλένω τα ρούχα

verbo intransitivo (fare il bucato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il lunedì lavo, stiro, pulisco il pavimento e metto in ordine.

πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questi jeans sono da lavare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να πλύνω επειγόντως το φόρεμά μου.

απομακρύνω, αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La casalinga lavava i panni.

νίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (παλαιό, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τζον έπλυνε το μωρό προσεκτικά μέσα στον νιπτήρα.

σφουγγαρίζω

(il pavimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του.

λούζω, πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (capelli) (μαλλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti lavi i capelli ogni giorno?
Λούζεις τα μαλλιά σου καθημερινά;

πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le uova strapazzate hanno reso la padella difficile da lavare

πλένω, καθαρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (tappeto, moquette, ecc.) (χαλιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci siamo rivolti a dei professionisti per lavare i tappeti.
Προσλάβαμε επαγγελματίες για να πλύνουν (or: καθαρίσουν) τα χαλιά.

βγάζω

(με πλύσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι;

καρενάρω, τροπίζω

(specifico: nave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλένω, ξεπλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lavi la ferita con acqua ossigenata due volte al giorno.
Πλύνε την πληγή με υπεροξείδιο του υδρογόνου δύο φορές τη μέρα.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho usato la pompa per lavare via lo sporco dalla mia automobile.
Ξέπλυνα το αυτοκίνητο με λάστιχο για να βγάλω (or: καθαρίσω) τη βρωμιά.

άπλυτα

πλύσιμο πιάτων

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo la cena con gli ospiti c'era un mucchio di piatti da lavare.

άπλυτα

sostantivo femminile

Metti in lavatrice la tua biancheria da lavare.

λεκάνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλένω τα πιάτα

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cucinerò per entrambi se mi prometti di lavare i piatti dopo. // I nostri ospiti proposero di lavare i piatti dopo cena.

ξαναπλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω στεγνό καθάρισμα σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non compro mai vestiti che devono essere lavati a secco.

ξεπλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno dovuto ripulire bene il tubo fognario per farlo funzionare di nuovo.

ξεπλένω κτ/κπ με το λάστιχο

verbo transitivo o transitivo pronominale (con l'acqua)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I marinai lavavano via l'acqua del mare dal ponte con un tubo di gomma.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rimuovere sciacquando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La saliva aiuta a sciacquare via i batteri dai denti.
Το σάλιο βοηθάει στο να απομακρύνονται τα βακτήρια από τα δόντια.

ρούχα από το καθαριστήριο

(dopo il lavaggio) (καθαρά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tornando a casa ritira i vestiti lavati a secco.

τοπικό πλύσιμο

verbo transitivo o transitivo pronominale (neonato)

πλένω στο χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρίζω, πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rimuovere sciacquando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho sciacquato le mie scarpe da ginnastica sotto il rubinetto per lavare via il fango.

πλένω, καθαρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lava a fondo il tagliere con acqua calda e molto sapone per uccidere i batteri. Da quando sono entrate in vigore le restrizioni sull'acqua non potremo più lavare bene o marciapiedi su base giornaliere.
Πλύνε (or: καθάρισε) την σανίδα κοπής με ζεστό νερό και μπόλικο σαπούνι για να σκοτώσεις τα βακτήρια. Από τη στιγμή που ξεκινάνε οι περιορισμοί στο νερό δε θα μπορούμε να καθαρίζουμε τα πεζοδρόμια σε καθημερινή βάση.

βγάζω κτ από κτ

(με πλύσιμο)

Ho lavato via la macchia di zuppa dalla tovaglia.
Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα.

πλένω τα πιάτα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo aver cucinato, ho dovuto lavare i piatti.
Αφού μαγείρεψα το δείπνο έπρεπε να πλύνω τα πιάτα.

λούζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'assistente del salone ha lavato i capelli alla signora e le ha fatto un trattamento al cuoio capelluto.

ξεβγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward lava via la tinta dai suoi capelli. Zoe usa il tubo per sciacquare via la schiuma di sapone dalla macchina.
Ο Έντουαρντ ξεβγάζει τη βαφή από τα μαλλιά του.

ξεπλένω

(αυτό που έχει λερωθεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του.

πλένω, ξεπλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il compito del giovane marinaio era di sciacquare i ponti della nave.

πλένω στο πλυντήριο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω κτ στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάω το καζανάκι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ανάλογα την περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lavarsi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.