Τι σημαίνει το invitato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης invitato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του invitato στο Ιταλικό.
Η λέξη invitato στο Ιταλικό σημαίνει προσκαλώ, καλώ, καλώ κπ να υποβάλει κτ, καλώ, καλώ, καλώ, νεύω, γνέφω, πείθω κπ για κτ, καλώ, προσκαλώ, νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ, συνιστώ, συστήνω, έχω κπ/κτ κοντά μου, καλεσμένος, καλεσμένος, προσκεκλημένος, καλεσμένος, προσκαλεσμένος, προσκεκλημένος, καλεσμένος, καλεσμένος σε πάρτι, καλεσμένος, προσκεκλημένος, λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσει, προσφέρω δείπνο, φιλοξενώ, έχω καλεσμένους, καλώ κπ να περάσει μέσα, προσκαλώ, προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μου, προσκαλώ πάλι, καλώ στο σπίτι, προειδοποιώ κπ να κάνει κτ, κλητεύω, ξανακαλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης invitato
προσκαλώ, καλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aaron organizzerà una festa questo fine settimana e ha invitato tutti i suoi amici. Ο Ααρόν κάνει πάρτυ αυτό το σαββατοκύριακο και προσκάλεσε όλους τους φίλους του. |
καλώ κπ να υποβάλει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση. |
καλώverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha invitato Laura a lavorare per il sindaco. Η κυβέρνηση κάλεσε τη Λώρα να εργασθεί για τον δήμαρχο. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il magistrato ha invitato l'imputato ad avvicinarsi al banco. |
καλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νεύω, γνέφω(σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Seb mi ha richiamato con un cenno del capo. |
πείθω κπ για κτ
|
καλώ, προσκαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'abbiamo chiamata al nostro tavolo e le abbiamo chiesto di unirsi a noi. |
νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο βασιλιάς έκανε νόημα στον υπηρέτη του να του φέρει ένα ποτό. |
συνιστώ, συστήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti esorto caldamente a scriverle adesso. |
έχω κπ/κτ κοντά μου(cose) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλεσμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Diamo il benvenuto a tutti i presenti nostri invitati questa sera. |
καλεσμένος, προσκεκλημένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καλεσμένος, προσκαλεσμένοςsostantivo maschile (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
προσκεκλημένος, καλεσμένοςsostantivo maschile (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) C'erano 200 invitati al nostro ricevimento nuziale. Είχαμε 200 προσκεκλημένους στη δεξίωση του γάμου μας. |
καλεσμένος σε πάρτι(a una festa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλεσμένος, προσκεκλημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Avremo tre ospiti in più stasera. Θα έχουμε τρεις μουσαφίρηδες απόψε. |
λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσειverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È passata la vicina e Kate l'ha invitata a entrare. Πέρασε η γειτόνισσα και η Κέιτ της είπε να περάσει μέσα. |
προσφέρω δείπνοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'ha invitata a cena per cercare di conquistarla. L'istituto invita sempre a cena i suoi docenti ospiti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την πήγε για δείπνο με σκοπό να κερδίσει τη συνεργασία της. |
φιλοξενώ, έχω καλεσμένουςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le piace molto ricevere ospiti: organizza splendide cene tutti i venerdì. |
καλώ κπ να περάσει μέσαverbo transitivo o transitivo pronominale (in casa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσκαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (appuntamento amoroso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ha chiesto di uscire. Της ζήτησε να βγουν. |
προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσκαλώ πάλιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La commissione convocò nuovamente il candidato per un secondo colloquio. |
καλώ στο σπίτιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προειδοποιώ κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giudice invita il testimone con forza a dire la verità. |
κλητεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (in tribunale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un ufficiale era alla porta con un mandato che citava Paul e un altro uomo. L'uomo è stato invitato a comparire per eccesso di velocità. |
ξανακαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo che se ne furono andati, decidemmo che non li avremmo più invitati nuovamente. Όταν έφυγαν, αποφασίσαμε να τους ξανακαλέσουμε. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του invitato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του invitato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.