Τι σημαίνει το introdurre στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης introdurre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του introdurre στο Ιταλικό.

Η λέξη introdurre στο Ιταλικό σημαίνει κάνω εισαγωγή, εισάγω, εισάγω, προσθέτω, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, τοποθετώ, εισάγω, προχωράω σε κτ, εισάγω, εγκαινιάζω, βάζω, αναφέρω, θίγω, θέτω, εκπαιδεύω, εγκαθιστώ, παρουσιάζω, τοποθετώ, βάζω, καθιερώνω, ορίζω, εγκαθιδρύω, εισάγω, περνώ κλωστή, επιβάλλω, τοποθετώ, εισάγω, φέρνω, εμφυσώ, ενημερώνω, προλογίζω, μπάζω κτ/κπ στα κρυφά, χώνω, μπήγω, καρφώνω, εισάγω κπ σε κτ, φέρνω, φέρνω λαθραία, προλογίζω κτ με κτ, μαθαίνω, χώνω κτ με το ζόρι, εισάγω, φέρνω λαθραία, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, αναφέρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης introdurre

κάνω εισαγωγή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha introdotto l'argomento con qualche accenno storico.
Έκανε την εισαγωγή στο θέμα με κάποια ιστορικά στοιχεία.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth ha inserito il DVD nel lettore.
Ο Σεθ έβαλε το DVD μέσα στο DVD player.

εισάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (per legge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qui nel 2006 hanno sancito il divieto di fumo nei bar.
Εισήγαγαν την απαγόρευση του καπνίσματος στις παμπ το 2006.

προσθέτω

(inserire) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha incluso un tocco di umorismo nel suo discorso.

θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο.

τοποθετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I titoli di testa introducono il film.

προχωράω σε κτ

(tema, argomento)

L'oratore ha introdotto il tema fornendo al pubblico alcuni elementi del contesto storico.

εισάγω, εγκαινιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La prossima settimana introdurremo un nuovo macchinario nella fabbrica.

βάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναφέρω, θίγω, θέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (argomento, soggetto) (ένα θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sono sicuro di come toccare con il mio datore di lavoro l'argomento del pagamento non pervenuto.

εκπαιδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry ci ha messo un'ora a introdurre Dan al suo nuovo posto di lavoro.
Ο Χάρυ ξόδεψε μια ώρα εκπαιδεύοντας τον νέο του υπάλληλο.

εγκαθιστώ, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τοποθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sull'isola sono stati impiantati venti cervi per aumentarne il numero.

βάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adrian si infilò il giornale sotto il braccio.
Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του.

καθιερώνω, ορίζω, εγκαθιδρύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le autorità hanno istituito un coprifuoco a partire da domenica.

εισάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (immettere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνώ κλωστή

verbo transitivo o transitivo pronominale (su ago) (σε βελόνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi servono gli occhiali per infilare quest'ago.
Χρειάζομαι τα γυαλιά μου για να περάσω την κλωστή στη βελόνα.

επιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha messo una tassa sulla richiesta per la patente di guida.

τοποθετώ, εισάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La preghiamo di inserire l'importo esatto nel distributore.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το φορτίο από την Τζαμάικα μετέφερε το θανατηφόρο έντομο στην Ισπανία.

εμφυσώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενημερώνω

(nell'ambito di una conversazione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προλογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha fatto precedere il suo discorso da un ringraziamento agli organizzatori.

μπάζω κτ/κπ στα κρυφά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha messo il file in una torta di compleanno per introdurlo di nascosto nella cella del prigioniero.

χώνω, μπήγω, καρφώνω

(κάτι μέσα σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cuoco ha conficcato il coltello nel mango.
Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο.

εισάγω κπ σε κτ

(figurato)

Tutti i giocatori di baseball sperano di essere iniziati nell'Albo d'Onore.

φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel 2007 il governo britannico ha introdotto un divieto di fumo in tutti gli spazi pubblici al chiuso.

φέρνω λαθραία

verbo transitivo o transitivo pronominale

Janice era in ospedale e i dottori l'avevano messa a dieta stretta, così chiese al marito di portarle di nascosto un po' di cioccolata. Nonostante le misure di sicurezza delle carceri la gente riesce comunque a introdurre droga illegalmente.
Η Τζάνις ήταν στο νοσοκομείο και οι γιατροί την έβαλαν σε αυστηρή δίαιτα και έτσι ζήτησε από τον άνδρα της να της φέρει λαθραία λίγη σοκολάτα. Παρά τα μέτρα ασφαλείας στις φυλακές, οι άνθρωποι ακόμη καταφέρνουν να φέρνουν λαθραία ναρκωτικά.

προλογίζω κτ με κτ

Il professore ha introdotto il suo discorso con una dichiarazione di non responsabilità.

μαθαίνω

(suscitare) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ha introdotta alle gioie dello yoga.
Τη μύησε στις χάρες της γιόγκα.

χώνω κτ με το ζόρι

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack riesce sempre a introdurre a forza le sue opinioni sulla religione.

εισάγω

(immettere) (κπ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert introdusse sua moglie nei ranghi più elevati.

φέρνω λαθραία

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι)

Il visitatore introdusse di nascosto una lama a seghetto in prigione in modo che il prigioniero potesse scappare.
Ο επισκέπτης έφερε λαθραία μια λεπίδα από πριόνι στη φυλακή ώστε ο φυλακισμένος να μπορέσει να αποδράσει.

περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ

(fotografia)

Ha caricato il rullino nella macchina fotografica.
Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή.

αναφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred era molto borioso e doveva tirare in ballo i suoi problemi in ogni conversazione.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του introdurre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.