Τι σημαίνει το interrompere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης interrompere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του interrompere στο Ιταλικό.
Η λέξη interrompere στο Ιταλικό σημαίνει διακόπτω, διακόπτω, διακόπτω, παρεμβαίνω, πετάγομαι, διαταράσσω, διαταράζω, χώνομαι, διακόπτω, εγκαταλείπω, σταματώ, σταματάω, διακόπτω, αποσύρω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διακόπτω, διακόπτω, σπάω, κόβω, παρεμβάλλω, διακόπτω, διακόπτω, σταματώ, διακόπτω, διακόπτω, παύω, σταματάω, σταματώ, διακόπτω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σπάω, διακόπτω, σπάω, σπάζω, διακόπτω, διακόπτω, παύω, καταργώ, διακόπτω, διακόπτω, σταματώ, διακόπτω, παύω, καταργώ, ματαιώνω, ακυρώνω, αναστέλλω, εγκαταλείπω, διακόπτω, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, σταματάω, σταματώ, τσακώνομαι, χωρίζω, καταπνίγω, κόβω, πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ, σπάω, χαλάω, πετάγομαι, εισβάλλω σε κτ, χώνομαι σε κπ, καταργώ τις διακρίσεις, καταργώ τις φυλετικές διακρίσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης interrompere
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (σταματώ την ομιλία κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi ha interrotto a metà della frase. Με διέκοψε στη μέση της πρότασης. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha parlato e mi ha interrotto il flusso dei pensieri. Μίλησε, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il maltempo ha interrotto la partita durante il secondo tempo. Το παιχνίδι διεκόπη λόγω καιρού στο δεύτερο ημίχρονο. |
παρεμβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (un interlocutore) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Posso interrompere per un momento? Devo fare un chiarimento. |
πετάγομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Smettila di interrompere. Avrai il tuo turno per parlare. Σε παρακαλώ σταμάτα να πετάγεσαι. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις. |
διαταράσσω, διαταράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guerra ha interrotto milioni di vite umane. Ο μαθητής τιμωρήθηκε γιατί διέκοψε το μάθημα. |
χώνομαι(μτφ: σε συζήτηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dovuto interrompere la vacanza quando Jim si è rotto la caviglia. |
εγκαταλείπω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli scioperanti hanno dichiarato che non interromperanno la loro protesta. Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους. |
σταματάω, διακόπτω, αποσύρω(βάζω τέλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno interrotto al progetto dopo che il cliente ha smesso di pagare. Σταμάτησε το έργο όταν ο πελάτης σταμάτησε να πληρώνει. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(un interlocutore) |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un applauso di esultanza ha interrotto il discorso del sindaco. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non interromperla mentre parla; aspetta che finisca e poi potrai parlare tu. |
σπάω, κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La squadra di casa ha interrotto la serie di vittorie dei campioni. Οι γηπεδούχοι έσπασαν το νικηφόρο σερί των πρωταθλητών. |
παρεμβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'oratore ha interrotto il suo discorso con parecchie digressioni. |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary ha interrotto la nostra conversazione per annunciare che la cena era pronta. Ο Γκάρι διέκοψε τη συζήτησή μας για να ανακοινώσει ότι ήταν έτοιμο το δείπνο. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (dialogo: forza esterna) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Francesca mi ha interrotto mentre ero nel mezzo del discorso. Η Φραντσέσκα με διέκοψε, ενώ μιλούσα. |
σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (lotta, guerra) (τον καβγά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La direttrice della scuola entrò e interruppe la rissa tra i due ragazzi. Ο διευθυντής επενέβη και σταμάτησε τον καβγά των δύο αγοριών. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (conversazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger chiese scusa per aver interrotto la conversazione, ma aveva delle notizie urgentissime da comunicare. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il maltempo ha interrotto la ricezione di TV e radio in questa zona. |
παύωverbo transitivo o transitivo pronominale (για κύηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel libro è difficile da trovare perché l'editore ha interrotto le pubblicazioni qualche anno fa. Είναι δύσκολο να βρεθεί αυτό το βιβλίο γιατί ο εκδότης διέκοψε την έκδοσή του πολλά χρόνια πριν. |
διακόπτω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (για λίγο, προσωρινά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Petra ha sospeso la riunione per permettere a tutti di leggere le nuove informazioni appena ricevute. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori hanno messo fine al comportamento maleducato dei loro figli. Οι γονείς σταμάτησαν την κακή συμπεριφορά των παιδιών τους. |
σπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: συμβόλαιο, συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'attore vuole interrompere il contratto. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non interrompermi mentre sto parlando. |
σπάω, σπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suono del clacson di un'auto ruppe il silenzio. |
διακόπτω(gravidanza) (την κύηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abortì in seguito a una gravidanza indesiderata all'età di diciassette anni. |
διακόπτω, παύω, καταργώ(σταματώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La prego di scusarmi se mi intrometto. Με συγχωρείτε που διακόπτω. |
διακόπτω, σταματώ(parlando) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si è intromessa mentre stavo parlando. Με διέκοψε ενώ μιλούσα. Μην με διακόπτεις, όταν μιλάω. |
διακόπτω, παύω, καταργώ(σταματώ την παραγωγή προϊόντος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso che abbiano sospeso quel modello anni fa. |
ματαιώνω, ακυρώνω(figurato: abbandonare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima abortiamo questo progetto inutile, meglio è. Όσο γρηγορότερα ματαιώσουμε (or: ακυρώσουμε) αυτό το χαζό σχέδιο, τόσο το καλύτερο. |
αναστέλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La partita è stata sospesa per pioggia. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il progetto è stato abbandonato quando si è capito che era poco vantaggioso. Ha deciso di abbandonare il corso di geologia. Αποφάσισε να αφήσει το μάθημα της γεωλογίας. |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo decise che Tom non era idoneo per il lavoro e terminò il suo contratto. |
αποσυνδέω, διακόπτω παροχή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stacca la corrente dall'interruttore principale prima di partire per le vacanze. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (σε εξέλιξη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tecnici hanno annullato il lancio dopo che sono falliti due test. Οι τεχνικοί σταμάτησαν την εκτόξευση όταν οι δυο δοκιμές απέτυχαν. |
τσακώνομαι, χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A quanto pare devo interrompere una rissa tra quei bimbi ogni giorno! |
καταπνίγω(figurato: bloccare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il blocco ha tagliato i rifornimenti di carburante e di cibo nella regione. |
κόβω(τηλέφωνο, νερό κ.λπ.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci hanno staccato il telefono perché non abbiamo pagato la bolletta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τηλεφωνική εταιρεία μας έκοψε το τηλέφωνο γιατί δεν πληρώσαμε το λογαριασμό. |
πετάγομαι σε κτ, χώνομαι σε κτ(καθομιλουμένη) Cosa ti fa pensare che tu possa semplicemente intrometterti nelle conversazioni altrui? |
σπάω, χαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σύνολο, σετ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il collezionista non vuole interrompere la collezione. |
πετάγομαι(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εισβάλλω σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale) È stato poco educato da parte tua imbucarti alla riunione di famiglia. |
χώνομαι σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Mi ha interrotta mentre mi stavo vestendo! |
καταργώ τις διακρίσειςverbo transitivo o transitivo pronominale (φυλετικές κλπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La scuola ha aspetto ad integrare le minoranze finché alcune altre non ci hanno provato. |
καταργώ τις φυλετικές διακρίσειςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Entro la fine degli anni sessanta tutti i ristoranti della zona avevano interrotto la segregazione razziale. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του interrompere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του interrompere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.