Τι σημαίνει το incredibile στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης incredibile στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του incredibile στο Ιταλικό.

Η λέξη incredibile στο Ιταλικό σημαίνει εκπληκτικός, απίστευτος, απίστευτος, απίθανος, απίστευτος, εκπληκτικός, τέλεια, εκπληκτικά, απίστευτος, απίστευτος, απίθανος, θαύμα, θαυμαστός, που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσα, απερίγραπτος, ανεκδιήγητος, ανείπωτος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, εντυπωσιακός, αφάνταστος, απίστευτος, που δεν είναι πιστευτός, εκπληκτικός, άψογος, τέλειος, εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος, εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακός, εξωφρενικός, εντυπωσιακός, απίστευτο, απίθανο, εκπληκτικό, καταπληκτικό, φανταστικό, Τέλειο!, περίεργο ατύχημα, παραδόξως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης incredibile

εκπληκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απίστευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era incredibile che nevicasse a primavera così inoltrata.
Ήταν απίστευτο που χιόνισε τόσο αργά την άνοιξη.

απίστευτος, απίθανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aspetta che ti dica quello che mi è successo nel fine settimana: è stato incredibile!
Περίμενε μέχρι να σου πω τι μου συνέβη το σαββατοκύριακο· ήταν απίστευτο!

απίστευτος, εκπληκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέλεια, εκπληκτικά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απίστευτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απίστευτος, απίθανος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen pensava che il suo nuovo fidanzato fosse incredibile.
Η Κάρεν θεωρούσε πως ο νέος της φίλος ήταν απίστευτος.

θαύμα

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
È incredibile che tu sia uscito illeso dall'incidente stradale.

θαυμαστός

aggettivo (προκαλεί έκπληξη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La forza della natura è pericolosa e prodigiosa allo stesso tempo.
Η δύναμη της φύσης είναι ταυτόχρονα επικίνδυνη και θαυμαστή.

που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσα

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vista dal Sydney Harbour Bridge è mozzafiato.
Η θέα από την κορυφή της Γέφυρας του Λιμανιού του Σύνδεϋ είναι συγκλονιστική.

απερίγραπτος, ανεκδιήγητος

(figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il sapore di una pesca fresca e matura è indescrivibile.

ανείπωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il quarterback è un giocatore formidabile, con capacità superiori.
Ο επιθετικός είναι ένας απίστευτος (or: φανταστικός) παίχτης με μεγάλο ταλέντο.

εκπληκτικός, καταπληκτικός, εντυπωσιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bambini concordavano che il numero sul trapezio fosse la cosa più incredibile (or: sorprendente) che avevano mai visto.
Τα παιδιά συμφώνησαν πως το ακροβατικό στην αέρια κούνια του τσίρκου ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό είχαν δει ποτέ.

αφάνταστος, απίστευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La polizia ha scoperto un numero inimmaginabile di armi illegali nella casa del capo della gang.

που δεν είναι πιστευτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le motivazioni che dà Robert per arrivare tardi al lavoro sono semplicemente inverosimili, dovremo licenziarlo.
Οι δικαιολογίες του Ρόμπερτ για τους λόγους που αργεί στην δουλειά είναι απλά απίστευτες· θα πρέπει να τον απολύσουμε.

εκπληκτικός, άψογος, τέλειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκπληκτικός, καταπληκτικός, αξιοθαύμαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il trucco della sparizione del mago è stato davvero incredibile.
Το κόλπο εξαφάνισης που έκανε ο μάγος ήταν πραγματικά απίστευτο (or: φανταστικό).

εξαιρετικός, αξιοσημείωτος, εντυπωσιακός

aggettivo (καλό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'atleta ha fatto un salto straordinario.
Ο αθλητής έκανε ένα εξαιρετικό (or: εντυπωσιακό) άλμα.

εξωφρενικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'incredibile violenza del film ha scosso molti spettatori.

εντυπωσιακός

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con quelle gambe spettacolari Rita potrebbe fare la modella.

απίστευτο, απίθανο, εκπληκτικό, καταπληκτικό, φανταστικό

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Incredibile! Che gran tiro in porta!
Απίστευτο! Τι φοβερό γκολ!

Τέλειο!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fred guardò giù dalla montagna e disse: "Incredibile! Amo la vista da quassù".

περίεργο ατύχημα

sostantivo maschile

Ha perso il suo alluce in un incredibile incidente mentre lavorava in giardino.

παραδόξως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Incredibilmente, sebbene le due ragazze siano molto simili, non sono sorelle.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του incredibile στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.