Τι σημαίνει το in giro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης in giro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του in giro στο Ιταλικό.

Η λέξη in giro στο Ιταλικό σημαίνει -, σε κυκλοφορία, τριγυρίζω, μακριά, σε κυκλοφορία, πέρα δώθε, κυκλοφορώ, από δω κι από κει, σε όλο, γύρω, τριγύρω, -, μοιράζω, πείραγμα, αστεϊσμός, γιουχάρισμα, γιουχάισμα, παρωδία, συναναστρέφομαι ανθρώπους κατώτερης κοινωνικής τάξης από τη δική μου, ξεγελάω, κοροϊδεύω, πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, παραπλανούμαι, εξαπατούμαι, παίζω κπ, ψάχνω, βγάζω το δίσκο, κοροϊδεύω, τρέχω, περιφέρομαι, περιπλανώμαι, μυρίζω, χαζολογάω, χαζολογώ, χασομερώ, πάω με τον ένα και με τον άλλο, χοροπηδάω, κινούμαι, κοροϊδεύω, επιδεικνύω, παίζω, ταξιδεύω συνέχεια, άτομα που απλά ρίχνουν μια ματιά, πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτ, πειράζω, ελέγχω, επιθεωρώ, πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλο, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, πηδολογιέμαι, ταξιδεύω, διακωμωδώ, μεταφέρω, πειράζω, πειράζω, τη φέρνω σε κπ, διαδίδω, μεταφέρω, κάνω, ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια, πειράζω, κάνω πλάκα, πειράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης in giro

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ci sono voci in giro.
Κυκλοφορούν φήμες.

σε κυκλοφορία

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'erano in giro molte voci su di lui, prima che morisse.

τριγυρίζω

avverbio (essere presente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attenzione là fuori, ci sono i leoni in giro.

μακριά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Una volta tolti dal proprio baccello i semi si sono sparsi in giro.

σε κυκλοφορία

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando Paul si svegliò, le voci sul suo conto erano già in circolazione.
Όταν ξύπνησε ο Πωλ, οι φήμες είχαν κυκλοφορήσει παραέξω.

πέρα δώθε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Saltellava di gioia da una parte all'altra, sventolando il biglietto della lotteria.
Χοροπηδούσε πέρα δώθε, κουνώντας το λαχείο του στον αέρα.

κυκλοφορώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci sono molti casi di morbillo in giro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την άνοιξη κυκλοφορούν πολλές ιώσεις.

από δω κι από κει

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un computer portatile è utilissimo quando devi muoverti da un posto all'altro.

σε όλο

(από μέρος σε μέρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viaggia per tutto il paese per lavoro.
Ταξιδεύει παντού στη χώρα για τη δουλειά της.

γύρω, τριγύρω

preposizione o locuzione preposizionale (σκόρπια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'erano libri sparsi per tutta la stanza.
Βιβλία ήταν απλωμένα παντού γύρω (or: τριγύρω) στο δωμάτιο.

-

preposizione o locuzione preposizionale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dovremmo andare in giro per la città e attaccare dei manifesti.
Καλό θα ήταν να γυρίσουμε την πόλη και να κρεμάσουμε αφίσες.

μοιράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla festa hanno distribuito tramezzini e bevande.

πείραγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chris ha ricevuto molte canzonature dagli amici quando hanno scoperto del suo nuovo insolito passatempo.
Ο Κρις έφαγε πολύ δούλεμα από τους φίλους του όταν έμαθαν για το καινούριο ασυνήθιστο χόμπι του.

αστεϊσμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non preoccuparti: quel commento rude era solo uno scherzo.

γιουχάρισμα, γιουχάισμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La derisione della folla scoraggiò i musicisti amatoriali.

παρωδία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su internet si trovano un sacco di parodie di scene di film famosi.

συναναστρέφομαι ανθρώπους κατώτερης κοινωνικής τάξης από τη δική μου

verbo intransitivo (informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il lord della tenuta era di nuovo in giro con la gente del luogo per pub di terz'ordine.
Ο ιδιοκτήτης της έπαυλης πάλι έριξε το επίπεδό του συναναστρεφόμενος τους ντόπιους στο μπαρ.

ξεγελάω, κοροϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non ho mai sospettato che mi stesse raggirando.

πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Smettila di prendermi in giro: so perfettamente che cosa stai tramando!

πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi hanno detto che Tracy l'ha data in giro a tutta la squadra di football!

παραπλανούμαι, εξαπατούμαι

(informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avevo già donato migliaia di sterline prima di accorgermi che ero stato fregato.

παίζω κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω το δίσκο

verbo transitivo o transitivo pronominale (per chiedere soldi) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo che gli artisti di strada hanno finito il loro numero, hanno fatto passare il cappello.

κοροϊδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω

verbo intransitivo (insetti)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uno scarafaggio strisciava in giro rapidamente sulla ringhiera.

περιφέρομαι, περιπλανώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ero in anticipo, così decisi di gironzolare per la città.

μυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαζολογάω, χαζολογώ, χασομερώ

(volgare) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Norman non ha finito di fare i compiti perché è stato in giro a cazzeggiare con il suo skateboard.

πάω με τον ένα και με τον άλλο

(με άντρες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ho più rispetto per i ragazzi che fanno sesso in giro che per le donne che lo fanno.

χοροπηδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να κινούμαι για να διατηρήσω το βάρος μου. Κινείται συνέχεια, δεν μένει ποτέ για πολύ σε ένα μέρος.

κοροϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κωμικός κορόιδεψε τον πολιτικό.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ostentare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω

(comportarsi in modo strano) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vorrei che Derek la smettesse di fare giochetti e prendesse una decisione chiara su cosa intende fare.

ταξιδεύω συνέχεια

άτομα που απλά ρίχνουν μια ματιά

(σε κατάστημα)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Oggi nessuno compra niente; al negozio ci sono solo persone che danno un'occhiata in giro.
Κανείς δεν αγοράζει τίποτα σήμερα. Το μαγαζί είναι απλά γεμάτο με άτομα που ρίχνουν μια ματιά.

πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

πειράζω

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελέγχω, επιθεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι επιθεωρητές ασφαλείας θα ελέγξουν το εργοστάσιο σήμερα.

πηδάω από δω κι από κει, πηδάω δεξιά κι αριστερά, πηδάω τον έναν και τον άλλο

(volgare) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siamo rimasti tutti sorpresi quando Bill ha smesso di scopare in giro e si è sistemato con Sally.

βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abbiamo tanti vecchi libri che sono sparsi in giro per la soffitta in attesa di essere letti.

πηδολογιέμαι

(volgare) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stan era distrutto quando scoprì che la sua ragazza aveva scopato in giro alle sue spalle.

ταξιδεύω

verbo intransitivo (viaggiare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διακωμωδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I giovani registi fecero la parodia di un noto film di fantascienza.

μεταφέρω

(con un veicolo) (με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo punzecchiava per quei jeans sdruciti che portava sempre.

τη φέρνω σε κπ

(informale) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quell'avanzo di galera mi ha fregato tutti i soldi che avevo.
Ο απατεώνας μου την έφερε και μου πήρε όλα μου τα χρήματα.

διαδίδω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, non riferire quello che sto per dirti: è un segreto.
Σε παρακαλώ μη διαδόσεις αυτό που θα σου πω, είναι μυστικό.

κάνω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se ne va in giro tutto sudicio.

ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια

(εκεί που δεν επιτρέπεται)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Μπεν πέταξε τα σκουπίδια κάτω επειδή δεν είδε κάδο για να πετάξει τα ρίξει.

πειράζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perché sei così arrabbiato? Stavamo solo scherzando con te.
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος; Απλά σε πειράζαμε.

κάνω πλάκα

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Karen ha fatto una faccia e ha detto: "Ma mi prendi in giro!"
Η Κάρεν έκανε εάν μορφασμό και είπε, «Πρέπει να μου κάνεις πλάκα!»

πειράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I compagni di classe di Patricia avevano scoperto la sua cotta per Henry e la prendevano in giro senza pietà.
Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του in giro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του in giro

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.